Ο ΧΡΗΣΤΟΣ

ΑΞΙΑ

ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1884


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
"Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ"

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΠΟΥ ΔΙΟΙΚΟΥΝ ΤΟΝ ΔΗΜΟ

Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση.
Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη στον ξεπεσμό του καιρού μας.
Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε.
Κοιτάχτε τους κατηγόρους!
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα!
Πατριώτες με πατέντα!
Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!...
Γιά κοιτάχτε κι εμένα!
Σουλούπι μια φορά!
 Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!...
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή.

Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους σ’ ομορφιά και πλούτο!
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου;
Για το καλό της πολιτείας!
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.

Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου το πέσιμο να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει.
Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, θα ’ταν αυτοί κατηγορούμενοι κι εγώ κατήγορος.

Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
Ο γενναίος στρατηγός!
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του.
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός.

Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. 
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; 
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, όπως θαν το κάνω τώρα. 
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα, και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! 
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
 Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; 
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. 
Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». 
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! 
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του, και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!