Του
Γεωργίου Παπασίμου
Η
παταγώδης αποτυχία της αλαζονικής
αμερικανικής πολιτικής για εξαγωγή και
επικράτηση της δυτικού τύπου Δημοκρατίας
σε μουσουλμανικές χώρες με απώτερο
σκοπό τον πλήρη έλεγχο τους έγινε ορατή
στον καθένα από τις εξελίξεις το τελευταίο
διάστημα στο Αφγανιστάν. Η ολοκληρωτική
επανάκαμψη των Ταλιμπάν στην εξουσία
στο Αφγανιστάν μετά από 20 χρόνια
προσπαθειών των ΗΠΑ για δημιουργία
κράτους «δυτικών προδιαγραφών» ξοδεύοντας
το κολοσσιαίο ποσό των 3 τρισεκατομμύριων
δολαρίων ως οικονομική ενίσχυση, προκαλεί
τεκτονικές γεωπολιτικές πλανητικές
εξελίξεις. Ο έλεγχος της χώρας αυτής
αποτελεί διαχρονικά «μήλο της έριδος»
για όλους τους μεγάλους παίχτες, πέραν
των ΗΠΑ, όπως της Κίνας και της Ρωσίας,
στο σκληρό παγκόσμιο bras-de-fer
μεταξύ της ανερχόμενης Ασίας και της
ασθμαίνουσας και υποχωρούσας Δύσης.
Παράλληλα, από την επικράτηση των
Ταλιμπάν ενισχύεται σημαντικά και το
αντιδυτικό μουσουλμανικό τόξο, Πακιστάν
– Ιράν – Κατάρ – Τουρκία, που στήριξαν
και χρηματοδότησαν αυτούς.
Έτσι, η
επιχειρηθείσα από τις ΗΠΑ «άνοιξη»
κατέληξε σε «βαρύ χειμώνα» για αυτές
και τη Δύση, αφού απέτυχε σε όλα τα μέτωπα
(Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Αφγανιστάν κλπ). Το
μοναδικό αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής
στο όνομα της Δημοκρατίας, των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και της καταπολέμησης της
τρομοκρατίας είναι η πλήρης ισχυροποίηση
του ριζοσπαστικού Ισλάμ.
Άλλωστε
δεν πρέπει να διαφεύγει ότι οι Ταλιμπάν
(μαθητές του Κορανίου) είναι το διάδοχο
σχήμα των Μουτζαχεντίν, που πολεμούσαν
και εκδίωξαν από το Αφγανιστάν τους
Σοβιετικούς στις δεκαετίες ’80 και ΄90,
έχοντας τότε την αμέριστη οικονομική
βοήθεια και συμπαράσταση των μυστικών
υπηρεσιών των ΗΠΑ. Η εισβολή στο Αφγανιστάν
το 2001 από τον George
Bush
Jr.,
που πραγματοποιήθηκε ως απάντηση των
επιθέσεων της 11ης
Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, που οργάνωσε ο
Σαουδάραβας Μπιν Λάντεν (συνεργάτης
της CIA
στο Αφγανιστάν), αποτέλεσε το προοίμιο
εφαρμογής της αμεριακνικής αποτυχημένης
πολιτικής. Ακολούθησαν η εισβολή στο
Ιράκ, η διάλυση της Λιβύης και η
αποσταθεροποίηση της Συρίας. Οι αδιέξοδοι
αυτοί πόλεμοι των ΗΠΑ σε οικονομικό,
στρατιωτικό, διπλωματικό και ηθικό
επίπεδο υπονόμευσαν σταδιακά την
αμερικανική παγκόσμια ηγεμονία, που
είχε επιτευχθεί μετά την κατάρρευση
της Σοβιετικής Ένωσης.
Ως
οργανώτρια δύναμη του πλανήτη, οι Η.Π.Α.
και οι σύμμαχοί της, μετά την κατάρρευση
της ΕΣΣΔ το 1989, προκειμένου να εξυπηρετήσουν
τα συμφέροντα κυρίως του χρηματοπιστωτικού
κεφαλαίου, προχώρησαν στην πλήρη διάλυση
του ελέγχου της κίνησης κεφαλαίων σε
παγκόσμιο επίπεδο και στην κατάργηση
των εθνικών συνόρων και ελέγχων, με
συνέπεια να δοθεί μια ισχυρή ώθηση στη
περαιτέρω διεθνοποίηση του καπιταλισμού.
Συνέπεια αυτού ήταν η πλήρης απελευθέρωση
των αγορών, η μετατροπή της Κίνας σε
πλανητικό καπιταλιστικό εργοστάσιο, η
ισχυρή παραγωγική άνοδος άλλων χωρών
όπως η Ινδία, πέραν δηλαδή της Δύσης που
μέχρι την περίοδο εκείνη είχε την
πρωτοπορία. Ήδη, σοβαροί μελετητές
θεωρούν ότι η σημερινή φάση της
παγκοσμιοποίησης είναι η τελευταία
μιας μακράς περιόδου αδιαμφισβήτητης
δυτικής ηγεμονίας, που συνδέθηκε με την
εμφάνιση του καπιταλισμού τον 16ο
αιώνα.
Οι
συνθήκες αυτές έχουν επιφέρει μεγάλες
«ρωγμές» στο ζήτημα της πλανητικής
ηγεμονίας. Η ανάδυση ενός νέου
πολύ-πολιτικού παγκοσμίου συστήματος
που βρίσκεται ακόμα σε δυναμική
διαμόρφωση, οφείλεται στην σταδιακή
από το 2010 παρακμή και πτώση των ΗΠΑ. Σε
αυτό το νέο ρευστό πλαίσιο παρατηρείται
ήδη η άσκηση αυτόνομης πολιτικής όχι
μόνο από τους μεγάλους παγκόσμιους
πόλους (Κίνα, Ρωσία, Ινδία), αλλά και από
ενδιάμεσους περιφερειακούς «παίκτες»,
όπως το Ιράν, η Τουρκία κλπ.
Η φθορά
των ΗΠΑ κατά τη περίοδο του «φθινοπώρου»
της ηγεμονίας τους σύμφωνα με τις
αναλύσεις των Ιμάνουελ Βάλερσταϊν και
Τζιοβάνι Αρίγκι (World System Theory), που ξεκίνησε
από την μεγάλη καπιταλιστική κρίση του
2008, επιταχύνθηκε κατά την πενταετή
διακυβέρνηση Τραμπ, πλην όμως δεν
οφείλεται αποκλειστικά σε αυτήν.
Η
αμερικανική παρακμή είναι βαθύτερη και
πολυπλόκαμη. Η νεοφιλελεύθερη
παγκοσμιοποίηση, που επιβλήθηκε από
τις χρηματοπιστωτικές ελίτ της Δύσης,
παρείχε τα καύσιμα ισχυροποίησης των
άλλων πόλων, κυρίως της Ασίας. Παράλληλα
το δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος των
αποτυχημένων πολέμων των ΗΠΑ σε
Αφγανιστάν, Ιράκ και Συρία μετά την 11
Σεπτεμβρίου 2001, σε συνδυασμό με την
κατάρρευση της χρηματοπιστωτικής
«φούσκας» και στα εναπομείναντα κερδοφόρα
τμήματα του κτηματομεσιτικού κλάδου,
οδήγησε στην εκτεταμένη χρηματοπιστωτική
κρίση του 2007-2008, που εξήχθη ως τοξική
«γάγγραινα» και στην Ευρώπη, επιτείνοντας
έτσι την παρακμιακή πορεία συνολικά
της Δύσης.
Όλα
αυτά οδήγησαν, συνεπώς, σε μια εκτεταμένη
περίοδο υποχώρησης των Η.Π.Α. ως οργανώτριας
πλανητικής δύναμης, αφού αυτές πλέον
έχουν χάσει την δυνατότητα να κινούνται
αυτοτελώς στην παγκόσμια «σκακιέρα»,
όπως φανερώνει η πρόσφατη και ασύντακτη
αποχώρηση τους από το Αφγανιστάν, που
στέλνει δυνατά το μήνυμα της αδυναμίας,
της έλλειψης αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης.
Για αυτό η επικράτηση των Ταλιμπάν
μπορεί να μετατραπεί σε παγκόσμιο
σύνδρομο, σε διάφορες περιοχές του
πλανήτη, όπου ακόμα οι ΗΠΑ έχουν τον
γεωπολιτικό έλεγχο.
Οι
παραπάνω συνθήκες στην παγκόσμια
σκακιέρα αφορούν άμεσα και την Ελλάδα
σε δύο κυρίως κεντρικές κατευθύνσεις.
Αφενός λόγω του ότι στο ενισχυμένο
μουσουλμανικό τόξο εντάσσεται και η
Τουρκία, η οποία με την νεο-οθωμανική
της στρατηγική απειλεί άμεσα τα εθνικά
συμφέροντα και αφετέρου διότι η Ελλάδα
ευρισκόμενη πλήρως και αποκλειστικά
προσδεμένη στο αμερικανικό άρμα
κινδυνεύει με άδειασμα σε μελλοντική
κρίσιμη στιγμή για την υπόσταση της. Η
αξιολόγηση και η συνάρτηση των δύο
παραπάνω παραγόντων πρέπει να ταρακουνήσουν
το εξαρτημένο και ελλιποβαρές πολιτικό
προσωπικό εξουσίας , έτσι ώστε η χώρα
να λάβει τα μέτρα της αναθεωρώντας την
μέχρι τώρα μονόπλευρη στρατηγική της.
Χωρίς να διαρρήξει τη σχέση της με τις
ΗΠΑ και τους Δυτικούς θεσμούς, οφείλει
να παρακολουθεί και να αξιοποιήσει τις
ρευστές γεωπολιτικές ανακατατάξεις
ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με
τη Ρωσία και τη Κίνα, έτσι ώστε να μην
είναι δεδομένη για κανέναν. Παράλληλα,
οφείλει άμεσα η σημερινή κυβέρνηση να
προχωρήσει σε ισότιμη στρατιωτική
συνεργασία με τη Γαλλία, προμηθευόμενη
τις φρεγάτες belharra έναντι των προβληματικών
αμερικανικών φρεγατών, που επιχειρούν
τα διάφορα συμφέροντα να φορτώσουν στο
ελληνικό πολεμικό ναυτικό, μειώνοντας
την άκρως απαραίτητη για τον Ελληνισμό
αποτρεπτική του ισχύ.
Είναι
πλέον πασιφανές, ότι δεν υπάρχουν «ασφαλή
λιμάνια» στην σημερινή διεθνή
πραγματικότητα, τα οποία να επιτρέπουν
τον «λήθαργο» και τον «ύπνο του δικαίου»,
που χαρακτηρίζουν το σύνολο του πολιτικού
προσωπικού (κυβέρνηση και αντιπολίτευση)
στην Ελλάδα.