Του Γεωργίου Παπασίμου |
Η βία και η εγκληματικότητα στη χώρα μας έχουν λάβει πλέον ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες διαστάσεις. Οι δολοφονίες, ληστείες, βιασμοί, τα σκληρά επεισόδια στα γήπεδα, αλλά και οι ξυλοδαρμοί από άγουρες συμμορίες ανηλίκων αποτελούν καθημερινές πλέον ειδήσεις στα δελτία ειδήσεων και στις αντίστοιχες εκπομπές. Από τη δολοφονική επίθεση με ναυτική φωτοβολίδα στον 31χρονο αστυνομικό κατά τη διάρκεια επεισοδίων με αφορμή αγώνα βόλεϊ στου Ρέντη, το μακελειό στο Γκάζι, όπου για ασήμαντο αφορμή επικίνδυνος και σεσημασμένος Αλβανός πυροβόλησε στο κεφάλι παρέα τριών νεαρών, τον οδυνηρό θάνατο 29χρονου αστυνομικού και τον σοβαρό τραυματισμό του συνοδηγού του σε καταδίωξη όταν φρενάρισε απότομα κλεμμένο όχημα που οδηγούσε νεαρός Ρομά, τις καθημερινές ληστείες, τις κατά συρροή γυναικοκτονίες έως και το βασανισμό ζώων, το συμπέρασμα είναι ένα: η βία και η εγκληματικότητα έχουν ριζώσει και εισχωρήσει βαθιά στην ελληνική κοινωνία αποτυπώνοντας έτσι το διαμορφούμενο δυστοπικό πρόσωπο της. Αυτό ισχύει ειδικότερα στο Λεκανοπέδιο, όπου το απρόσωπο των σχέσεων, οι συνθήκες περιθωρίου, που βιώνουν ιδιαίτερα διάφορες κοινωνικές κατηγορίες όπως Ρομά, μετανάστες κλπ, η οικονομική ανέχεια και οι ανάγκες επιβίωσης δημιουργούν εύφορες συνθήκες για τη γιγάντωση της εγκληματικότητας.
Παράλληλα υπήρξε πρόσφατα και ο ισχυρός εκρηκτικός μηχανισμός που τοποθετήθηκε στην έδρα των ΜΑΤ που ευτυχώς εξουδετερώθηκε έγκαιρα μετά από ειδοποίηση διότι θα υπήρχαν πολλά θύματα. Πρόκειται για τρομοκρατικού χαρακτήρα περίπτωση, που εντάσσεται στη λεγόμενη ατομική τρομοκρατία, που στη χώρα μας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο καθ΄όλη τη περίοδο της Μεταπολίτευσης, με προεξάρχουσα τη 17Ν. Πέραν του ατελέσφορου και ψευδούς ιδεολογικού προτάγματος, που είχε διαχρονικά η ατομική τρομοκρατία στη Δύση παρατηρείται και σοβαρή μετατόπιση στη μέθοδο, δηλαδή από τα στοχευμένα στα τυφλά χτυπήματα, που περισσότερο προσομοιάζουν με τη φασιστική βία του Μεσοπολέμου στην Ιταλία. Ανεξαρτήτως όμως αν πρόκειται για μια μεμονωμένου τύπου ενέργεια ή έναρξη νέας περιόδου τρομοκρατικών χτυπημάτων, το παζλ της βίας και της εγκληματικότητας στη χώρα διογκώνεται διασπείροντας την ανησυχία και το αίσθημα βαθιάς ανασφάλειας.
Και αυτό γιατί στη χώρα μας σήμερα λειτουργούν ανεξέλεγκτα συμμορίες πάσης φύσεως και κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος που έχουν επιδείξει συστηματική συμπεριφορά κατατείνοντας στο συμπέρασμα ότι η αφαίρεση της ζωής είναι μια απλή και καθημερινή διαδικασία για αυτούς. Έτσι κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος (ναρκωτικά, Greek mafia) όπου συμμετέχουν και ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί όπως φάνηκε και στην πρόσφατη περίπτωση με αξιωματικούς του Λιμενικού Πειραιώς, εμπόριο λευκής σαρκός και προστασίας, συμμορίες Ρομά και περιθωριοποιημένων μεταναστών που επιδίδονται συνήθως σε κλοπές, ομάδες χούλιγκαν (οπαδική βία) ως έκφραση της αυξανόμενης και στην Ευρώπη ακροδεξιάς βίας, αντιεξουσιαστικές ομάδες πάσης φύσεως, που με το πρόταγμα της αντικροτικής στάσης επιδίδονται σε διάφορες ενέργειες συνθέτουν ένα εντυπωσιακό και πολύμορφο παζλ βίας και εγκληματικότητας. Και δίπλα σε όλα αυτά η αυξανόμενη δραματικά σχολική βία των ανηλίκων που από τις μορφές μπούλινγκ μέσα στα σχολεία έχουν περάσει σε επιθέσεις συμμοριών εκτός σχολείων.
Οι αιτίες αυτού του μαζικού πλέον φαινομένου όπου οι ένοπλες ληστείες, οι βιασμοί, οι φόνοι και οι μαζικοί ξυλοδαρμοί έχουν μετατραπεί από σπάνιο φαινόμενο σε καθημερινότητα και αποτελούν κίνδυνο για όλους τους πολίτες είναι πολλαπλές και εφαπτόμενες. Η μεγάλη οικονομική κρίση της χώρας κατά τη μνημονιακή περίοδο, όπου διαρρήχθηκε με έντονο τρόπο η κοινωνική ισορροπία, η ανεξέλεγκτη εισδοχή μεταναστών χωρίς έλεγχο και κυρίως χωρίς εσωτερικές διαδικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης τους για αποφυγή της περιθωριοποίησης που αποτελεί τη μήτρα του εγκλήματος έχουν αποσταθεροποιήσει πλήρως τον κοινωνικό ιστό και τις κοινωνικές ισορροπίες δημιουργώντας παράλληλα συνθήκες εκπεσμού από τις κλασσικές ηθικές αξίες. Το εύκολο κέρδος από το εμπόριο ναρκωτικών, της λευκής σαρκός και της προστασίας αποτελεί διαχρονικό πειρασμό για τις εγκληματικές οργανώσεις, πλην όμως αυτό το φαινόμενο έχει γιγαντωθεί με συμμετοχή και επίορκων αξιωματούχων.
Οι συνθήκες της σκληρής οικονομικής κρίσης που επέφεραν τα μνημόνια και η δραματική αύξηση των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία που συνεχώς διευρύνεται έχουν επιφέρει αντιστροφή του μοντέλου των 2/3 που επικρατεί στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, όπου το 1/3 βρίσκεται στο περιθώριο και στα όρια της φτώχειας «συντηρούμενο» από δομές κράτους πρόνοιας. Στην Ελλάδα αντιστρόφως σταδιακά μόνο το 1/3, γύρω από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, τη θεραπαινίδα αυτής, που είναι το πολιτικό προσωπικό και οι κομματικοί χρυσοκάνθαρες, καθώς και τα κοινωνικά στρώματα που ευνοούνται από τις πελατειακές δομές, ζει άνετα, σπουδάζει επαρκώς και έχει πρόσβαση στην υγεία-παιδεία κλπ με επαρκείς και αξιοπρεπείς όρους. Αντίθετα τα υπόλοιπα 2/3 με τη συνεχιζόμενη συντριβή των μεσαίων στρωμάτων συνωστίζονται στα όρια της φτώχειας και του περιθωρίου και ζουν με το άγχος της καθημερινής επιβίωσης αποτελώντας την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, αφού άμεσος αποδέκτης της κατάστασης αυτής είναι η νέα γενιά, στην οποία σε μεγάλο τμήμα της κυριαρχεί το πνεύμα αβεβαιότητας και ψυχικού αδιεξόδου.
Αποτέλεσμα αυτών είναι η επικράτηση του μηδενισμού των πάντων από την εκπροσώπηση της πολιτικής, της διανόησης, του κράτους δικαίου και η κυριαρχία του κυνισμού. Παράλληλα, η ανυπαρξία οποιοδήποτε συλλογικού οράματος οδηγεί αργά και σταθερά στη δημιουργία μιας δυστοπικής κοινωνίας με αποδόμηση της ζωής, αλλά και των ηθικών αξιών. Η έλλειψη προτύπων αλλά και της απαραίτητης πολιτικής ηγεσίας στη χώρα, που είναι δραματικά κατώτερη των περιστάσεων, όπου η μετριότητα της έχει μετατραπεί σε ενδημικό φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες συνιστούν πηγές ανατροφοδότησης του μηδενισμού για τη νέα γενιά , που πρωταγωνιστεί στα σοβαρά επεισόδια στα γήπεδα, αλλά και στα σχολεία.
Ως συνέπεια των παραπάνω είναι η καταβαράθρωση της πολιτικής εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς, στο πολιτικό προσωπικό και στους θεσμούς του κράτους, που μετουσιώνεται και σε κρίση της κοινωνικής εμπιστοσύνης, που αφορά τους κρίσιμους πρωταρχικούς πυρήνες της κοινωνικής οργάνωσης, όπως η οικογένεια και το σχολείο. Η κατάσταση αυτή μετατρέπει την εγκληματικότητα και τη βία ως μια μόνιμη σταθερά στη δημόσια καθημερινή ζωή λαμβάνοντας χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου κοινωνικού πολέμου, θέτοντας εκ των πραγμάτων την ασφάλεια των πολιτών στο προσκήνιο. Ως προς αυτό είναι εξόχως τραγελαφικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, που είχε την ασφάλεια ως κυρίαρχο στοιχείο του πολιτικού της λόγου το 2019 μετά από 5 χρόνια διακυβέρνησης έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα απέραντο «ρινγκ» εγκληματικότητας.
Για αυτό από το υπάρχον προσωπικό του σημερινού πολιτικού εποικοδομήματος δεν μπορεί να αναμένει κανείς, αντικειμενικά, πολλά πράγματα, αφού, για μικροκομματικούς λόγους, είναι ικανό να «εργαλειοποιήσει» και το επικίνδυνο αυτό φαινόμενο για την Δημοκρατία στον βωμό των μικροκομματικών επιδιώξεών του. Απαιτείται συνεπώς σθεναρή στάση όλων των πολιτών, αλλά και κριτικός λόγος και σκέψη στους σημερινούς δύσκολους και «θρυμματισμένους» καιρούς, που διέρχεται η Ελλάδα.