Αθήνα, 27 Μαΐου 2014
Αριθμ. Πρωτ.: 518
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η εγκύκλιος της «αυθαιρεσίας» και της κουτοπονηριάς.
Μετά τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου
νομοθετούν και με τις εγκυκλίους!!!
Η συγκυβέρνηση συνεχίζει την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων και το ξεπούλημα της Δημόσιας περιουσίας. Η «επίθεση» στο Δημόσιο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που βρίσκεται σε εξέλιξη από την συγκυβέρνηση απειλεί με τραγική συρρίκνωση ότι έχει απομείνει από το κοινωνικό κράτος και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Η δε οριστική απόλυση χιλιάδων συναδέλφων από την καλοκαιρινή διαθεσιμότητα, είναι το πρώτο βήμα κατάργησης της μονιμότητας στο Δημόσιο. Ενός Συνταγματικού κεκτημένου που καθιέρωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η συγκυβέρνηση, προσπαθεί με σφιχτές και γρήγορες διαδικασίες, παρά τις παρατάσεις που έδωσε, να υλοποιήσει το Ν.4250/2014. Η εφαρμοστική εγκύκλιος, που εξέδωσε το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, αποτελεί μνημείο αυθαιρεσίας και κουτοπονηριάς.
Με περισσό θράσος, η εγκύκλιος του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ορίζει ότι:
Δηλαδή, τουλάχιστον το 15% των υπαλλήλων πρέπει να αξιολογηθεί ως «άχρηστο», προκειμένου να δημιουργηθεί η «δεξαμενή» των απολύσεων και υποχρεωτικά, το 60% των Δημόσιων Υπαλλήλων ως «μέτριοι» που θα πρέπει να λένε ευχαριστώ. Την ίδια στιγμή εκβιάζονται οι αξιολογητές να τηρούν τα ποσοστά καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθούν κατηγορούμενοι για πειθαρχικό παράπτωμα.
Το δικαίωμα της ένστασης εξαντλείται μόνο στην κατηγορία των υπαλλήλων που θα λάβουν μέσο όρο βαθμό αξιολόγησης 6 και κάτω. Οι εργαζόμενοι που περιλαμβάνονται στο 15% (ανίκανοι) και θα βαθμολογηθούν με 6,1 έως 6,9 χαρακτηρίζονται «ανίκανοι» και δεν τους δίδεται ούτε καν το στοιχειώδες δικαίωμα αντίδρασης αυτό της ένστασης. Βέβαια και αυτοί που θα κάνουν ένσταση μη φανταστούν ότι θα τύχουν σοβαρής αντιμετώπισης, αφού τις ενστάσεις τις εξετάζει τριμελής επιτροπή από Γενικούς Διευθυντές που τους ορίζει ο Υπουργός ή το όργανο διοίκησης του φορέα, κατά τη λογική «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»…
Ζήτημα επίσης σοβαρό είναι το γεγονός ότι, ο Γενικός Διευθυντής αλλά και κάθε αρμόδιο κατά Νόμο όργανο, έχει την εξουσία να ορίσει με την απόφαση επιμερισμού των ποσοστών βαθμολόγησης στις κλίμακες του 25% και του 60% στη Γενική του Διεύθυνση και ποσοστό μικρότερο από εκείνο που ορίζει ως ανώτατο ο Νόμος.
Δηλαδή, στη βαθμολογία 9-10 όπου το ποσοστό των υπαλλήλων είναι ως 25% μπορεί να ορίσει, εκτιμώντας τα τρία (3) κριτήρια που θέτει ο Νόμος και αιτιολογώντας τα, ποσοστό μικρότερο, για παράδειγμα 15%. Το ίδιο θα ισχύει και για το έως 70% των Προϊσταμένων του ίδιου επιπέδου. Το υπολειπόμενο θα μεταφερθεί στις λοιπές βαθμολογίες με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα τρία (3) κριτήρια που θέτει ο Νόμος προκειμένου να συνεκτιμηθούν για τον επιμερισμό των ποσοστών, σήμερα είναι όχι μόνο αβάσιμα αλλά εντελώς διάτρητα.
1. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των μονάδων υποτίθεται ότι έχει ήδη κριθεί διοικητικά και οργανωτικά αλλά και έχει κοστολογηθεί ως προς την αναγκαιότητά τους με τη δημοσίευση των νέων οργανογραμμάτων.
Επομένως δεν μπορεί να έρθει ο Γενικός Διευθυντής και να επαναξιολογήσει κατά την κρίση του το ζήτημα αυτό. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ούτε η αποτελεσματικότητα ούτε η αποδοτικότητα έχουν μετρηθεί σοβαρά, ώστε να αποτελούν ένα αξιόπιστο κριτήριο.
2. Οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων σε σχέση με τις προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής δεν θεωρείται κριτήριο δυσμενούς αντιμετώπισης των αξιολογούμενων, ως προς τον επιμερισμό των ποσοστών βαθμολόγησης, αφού αυτοί δεν ορίζουν τις προτεραιότητες της πολιτικής, ούτε πιθανότατα έχουν επιλέξει την τοποθέτησή τους στη συγκεκριμένη μονάδα.
Εξάλλου, οι προτεραιότητες αλλάζουν πολύ συχνά τόσο εξαιτίας της μεταβολής των προσώπων στις θέσεις όσο και εξαιτίας της μεταβολής των γενικότερων συνθηκών, ενώ σπάνια οι προτεραιότητες έχουν κάπου καταγραφεί, ώστε να έχουν καταστεί γνωστές σε όλους. Συχνά όμως συμβαίνει, να είναι άλλες οι εξαγγελλόμενες και άλλες οι προωθούμενες προτεραιότητες («κρυφή ατζέντα»)…
3. Η κατανομή των υπαλλήλων ανά οργανική μονάδα επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικειμενικό κριτήριο επιμερισμού των ποσοστών, δεδομένης και της παλαιοδιοικητικής γενικά αντίληψης περί τοποθέτησης ή μετακίνησης των μη «αρεστών» συναδέλφων σε μονάδες «ψυγείο», ενώ ενδέχεται να υπάρχουν αναιτιολόγητα ανικανοποίητες αιτήσεις μετακίνησης υπαλλήλων προς άλλες μονάδες.
Πως μπορεί άραγε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα μιας υποστελεχωμένης μονάδας «ψυγείου» (α΄, β΄ και γ΄ κριτήρια);
Στην περίπτωση των Ο.Τ.Α. το πρόσφατα ψηφισθέν Διευθυντικό δικαίωμα του Δημάρχου μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί θετικά ή και αρνητικά και με τα τρία ως άνω κριτήρια.
Η κυβέρνηση αλλά και τα αρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης αντί να ασχολούνται με άμεση προτεραιότητα για την κάλυψη του υφιστάμενου κενού της μη ύπαρξης σύγχρονων Ο.Ε.Υ., των ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και ακόμη και την μη ύπαρξη περιγραφής θέσεων και καθηκόντων, προσπαθούν με κάθε τρόπο να εισάγουν με τη «δήθεν αξιολόγηση», την «ανθρωποφαγία» και τον «κανιβαλισμό» στη Δημόσια Διοίκηση και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Όλα αυτά που προβλέπουν τόσο το Π.Δ. 318/1992 όσο και ο Νόμος 4250/2014 που τροποποιεί το Π.Δ., δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την βελτίωση των υπηρεσιών, ούτε με την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Ειδικά για τους εργαζόμενους στους Ο.Τ.Α. με τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν και τις δεκάδες κατηγορίες εργατοτεχνικού προσωπικού, αποδεικνύεται πως ο πραγματικός τους στόχος είναι οι απολύσεις. Αν ήθελαν πραγματική αξιολόγηση θα εφάρμοζαν τη σχετική διάταξη του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, αντί να προσπαθούν να επεκτείνουν παράνομα την ισχύ του Νόμου 4250/2014 στους Ο.Τ.Α. μέσω μιας εγκυκλίου.
Είναι φανερό πως η συγκυβέρνηση (Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.) επείγεται να διαλύσει πλήρως τις εργασιακές σχέσεις και στο Δημόσιο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και να απολύσει όσους περισσότερους μπορεί. Πρόκειται για μια αδίστακτη πολιτική που αποφασίζει, νομοθετεί και διατάζει όπως έχουν σχεδιάσει και προγραμματίσει να υλοποιήσουν η τρόικα και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, στα οποία φαίνεται ότι πιστά υπακούει και λογοδοτεί για τα αποτελέσματά της η συγκυβέρνηση.
Η «αξιολόγηση» είναι η αιχμή του δόρατος αυτής της επίθεσης και θα χρησιμοποιηθεί για: