|
Η νομική σύμβουλος της ΠΟΕ ΟΤΑ ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΠΡΑ |
Με το Άρθρο 24 του Ν.4479/2017 να τυγχάνει “υποδοχής” από απολύσεις (Δήμος Αθηναίων, Δήμος Νεάπολης-Συκεών κ.α.)... - με το “καλημέρα” μάλιστα - η νομική σύμβουλος της Π.Ο.Ε-Ο.Τ.Α., κα Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα, επιλέγει να “μιλήσει”, τώρα, «…που οι σημαίες κατέβηκαν, που οι δρόμοι άδειασαν, που η “νομιμότητα” επανήλθε και η διάταξη για τους συμβασιούχους καθαριότητας ψηφίστηκε μετά βαΐων και κλάδων στην Βουλή, που έχουμε πλέον βρεθεί ενώπιον της ωμής αλήθειας, ήρθε η στιγμή να βάλουμε μαζί, επώδυνα και ειλικρινά, απλά και κατανοητά, το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων. Να ψηλαφίσουμε τις πληγές, να αναζητήσουμε τα όπλα του εγκλήματος και να αποδώσουμε τις ευθύνες, όπου αυτές ανήκουν», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στο κείμενο – παρέμβασή της στο epoli.gr, τόσο για την πρόταση αυτή καθαυτήν της Ομοσπονδίας για τους συμβασιούχους – “παρατασιούχους” Καθαριότητας, όσο και τα περί... “αντισυνταγματικότητας” αυτής του Υπουργού Εσωτερικών, κ. Πάνου Σκουρλέτη.
Το κείμενο…
“Έμεινα σιωπηλή. Μια ολόκληρη εβδομάδα...
Σιωπηλή, ελπίζοντας, ότι μπορεί κόντρα σε όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις, να βρεθεί λύση στο πρόβλημα.
Σιωπηλή. Από σεβασμό στην Δημοκρατία, που επιβάλλει να λύνονται τα προβλήματα από τους εκλεκτούς και εκλεγμένους του Ελληνικού Λαού.
Σιωπηλή. Και ας άκουσα από χείλη «αναρμοδίων» αρμόδιων να λοιδορούν και να καγχάζουν. Και ας άκουσα με έκπληξη κάποιους (με τι προσόντα άραγε;) να σπεύδουν να υπερασπιστούν - χωρίς προφανώς να το έχουν διαβάσει ποτέ - το Σύνταγμα. Ένα Σύνταγμα, στο οποίο κάποιοι, κάποτε - πάνε πολλά χρόνια, είναι αλήθεια - δώσαμε έναν όρκο, όχι γιατί ήταν μια απλή τυπική διαδικασία για να γίνει κανείς δικηγόρος αλλά γιατί το διδαχτήκαμε, το διαβάσαμε, ακούσαμε μεγάλους δασκάλους να μας μιλάνε γι’ αυτό και τελικά καταλήξαμε να το πιστεύουμε.
Σιωπηλή. Και ας έμεινα, για μια ακόμα φορά με την πικρή γεύση της απογοήτευσης στο στόμα, όπως εξάλλου, συμβαίνει τα τελευταία επτά χρόνια.
Τώρα, που οι σημαίες κατέβηκαν, που οι δρόμοι άδειασαν, που η «νομιμότητα» επανήλθε και η διάταξη για τους συμβασιούχους καθαριότητας ψηφίστηκε μετά βαΐων και κλάδων στην Βουλή, που έχουμε πλέον βρεθεί ενώπιον της ωμής αλήθειας, ήρθε η στιγμή να βάλουμε μαζί, επώδυνα και ειλικρινά, απλά και κατανοητά, το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων. Να ψηλαφίσουμε τις πληγές, να αναζητήσουμε τα όπλα του εγκλήματος και να αποδώσουμε τις ευθύνες, όπου αυτές ανήκουν.
Ας μπούμε στον κόπο, λοιπόν, εμείς, απλοί και ταπεινοί ερμηνευτές του δικαίου, να διαβάσουμε το Σύνταγμα, να καταλάβουμε τι ήθελε να πει στην τελική ανάλυση, ο συντακτικός νομοθέτης.
Το άρ. 103, λοιπόν, προβλέπει, ότι το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης είναι μόνιμο, εφόσον υπηρετεί σε οργανικές θέσεις. Ο σκοπός του νομοθέτη, όταν εισήγαγε την ως άνω διάταξη ήταν διπλός: να προστατεύσει τους δημοσίους υπαλλήλους έναντι των απολύσεων, που γινόταν κάθε φορά, που άλλαζε η Κυβέρνηση (ξεχνιέται άραγε η πλατεία Κλαυθμώνος;) και την ίδια στιγμή να περιορίσει φαινόμενα πρόσληψης προσωπικού, που δεν ήταν αναγκαίο για την Δημόσια Διοίκηση, μέσω της πρόβλεψης για σύσταση οργανικών θέσεων.
Λίγες αράδες παρακάτω, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, απλή και κατανοητή, για όποιον καλόπιστα θέλει να την διαβάσει. Ειδικά, το τεχνικό, βοηθητικό και ειδικό επιστημονικό προσωπικό, προσλαμβάνεται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, βάσει διαδικασίας και όρων, που ορίζει ο κοινός νομοθέτης.
Υπήρξε, άραγε τέτοιος νόμος ή μήπως κινείται μόνο στην σφαίρα της φαντασίας μερικών αρρωστημένων (όπως το δικό μου, ενδεχομένως) μυαλών; Η απάντηση είναι απερίφραστη. Ναι, υπήρξε.
Αρκεί κανείς να ανατρέξει στις διατάξεις του ν. 2314/1953 (που παρεμπιπτόντως εφαρμόστηκε μέχρι το έτος 2015, πριν αποφασιστεί το παιχνίδι των παρατάσεων των συμβάσεων των εργαζομένων στην καθαριότητα, μέσω νομοθετικής διάταξης) και διήπε την πρόσληψη προσωπικού «για τον καθαρισμό των δημοσίων καταστημάτων εν γένει» επί δεκαετίες. Εάν η πρόσληψη του εν λόγω προσωπικού ερχόταν σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, τότε αναρωτιέται κανείς ειλικρινά, πως οι άνθρωποι αυτοί απασχολήθηκαν επί δεκαετίες, πως συνέχισαν να απασχολούνται σε πείσμα ή τέρψη ενδεχομένως όλων των Κυβερνήσεων, που μεσολάβησαν από το έτος 1953 μέχρι και σήμερα.
Και ένα ακόμα ερώτημα, που ανακύπτει και πρέπει να απαντηθεί, με την ίδια σαφήνεια και απλότητα, όπως όλα τα άλλα: Υπάρχει σήμερα ειδική διαδικασία για την πρόσληψη μίας εκ των τριών κατηγοριών, που το Σύνταγμα όλως εξαιρετικώς προβλέπει; Και πάλι η απάντηση είναι απερίφραστα, ναι. Και δεν είναι άλλη από την διαδικασία πρόσληψης ειδικού επιστημονικού προσωπικού, που διέπεται από τις διατάξεις του άρ. 19 του ν.2190/1994, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής διατάξεως.
Ας καταλήξουμε, συνεπώς, σε ένα πολύ χρήσιμο συμπέρασμα για την πορεία της σκέψεως μας: Το Σύνταγμα προβλέπει και την ίδια στιγμή επιτρέπει ειδικές διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού, όπως στην περίπτωση του προσωπικού καθαριότητας, τα κριτήρια για τις οποίες μπορούν να καθοριστούν από τον κοινό νομοθέτη, αρκεί να πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: να είναι αντικειμενικά και οι προσλήψεις να τελούν υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (παρ. 7 του ιδίου άρθρου).
Ας δούμε, λοιπόν, λίγο στα αντικειμενικά κριτήρια, που μπορεί ο νομοθέτης να αξιοποιήσει, για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού.
Μέχρι σήμερα κάνουμε λόγο για αντικειμενικά κριτήρια, όπως ο βαθμός του απολυτηρίου λυκείου ή ο χρόνος ανεργίας, που έχει ο κάθε υποψήφιος και φαίνεται, ότι όλοι μαζί λησμονούμε, ότι τα κριτήρια αυτά δεν προκύπτουν μέσω συνταγματικών διατάξεων αλλά μέσω του ιδίου του νόμου 2190/1994.
Εκτός εάν, βέβαια, ο εν λόγω νόμος έχει πλέον τόσο καθαγιαστεί στην συνείδηση του πολιτικού κόσμου της χώρας, που αποτελεί οιονεί Σύνταγμα για τις διαδικασίες προσλήψεων, οπότε ειλικρινά, ζητώ ταπεινά συγνώμη για την αυθάδεια μου να πιστεύω, ότι μπορεί και πρέπει να αλλάξει.
Και, βεβαίως, ας είμαστε επιτέλους ειλικρινής: ο χρόνος ανεργίας δεν είναι αντικειμενικό κριτήριο, που συνδέεται με την ποιότητα των υπηρεσιών, που περιμένει κανείς να λάβει από έναν υπάλληλο του Δημοσίου και εάν κάποιος τον έχει μπορεί να είναι καλός στην δουλειά του και εάν κάποιος δεν τον έχει είναι ανίκανος για εργασία. Απλώς, ο «πάνσοφος» νομοθέτης, αποφάσισε, ότι μέσω των προσλήψεων του Δημοσίου θέλει να εξυπηρετεί και ανάγκες κοινωνικής πολιτικής, αντικειμενικές μεν αλλά μη συνδεόμενες με την αξία των υπαλλήλων και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Μην μου πείτε, ωστόσο, ότι οι επιταγές του κοινού νομοθέτη δεν μπορούν με μια απλή διάταξη νόμου να αλλάξουν!
Ας έρθουμε τώρα στην εμπειρία. Μέχρι σήμερα, ομοίως, η εμπειρία είναι ένα αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο μπορεί να προσμετρηθεί για την πρόσληψη προσωπικού, ιδιαίτερα, σε ειδικότητες τεχνικές, που η εμπειρία του υποψηφίου στο πρακτικό αντικείμενο της θέσεως μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως τον βαθμό του απολυτηρίου λυκείου. Με ένα απλό παράδειγμα. Ενδιαφέρει ειλικρινά για την ποιότητα των υπηρεσιών, που παρέχονται στον πολίτη, εάν ο οδηγός έχει απολυτήριο λυκείου με βαθμό 20, όταν έχει χιλιάδες ώρες εμπειρίας στο τιμόνι; Ή μήπως ένας ιδιώτης εργοδότης, θα επέλεγε για οδηγό, κάποιον επειδή έχει απολυτήριο λυκείου με άριστα και επιπροσθέτως επειδή είναι και μακροχρόνια άνεργος, χωρίς να διαθέτει ούτε μια ώρα οδήγησης;
Η εμπειρία, συνεπώς, στις πρακτικές, τεχνικές και βοηθητικές κατηγορίες προσωπικού (όπως αυτές, που συζητάμε) αποτελεί ένα σημαντικό κριτήριο, που μπορεί να εξασφαλίσει την ποιότητα των υπηρεσιών και την αποδοτικότητα των υπαλλήλων. Τι άλλο πέραν από την προσμέτρηση της εμπειρίας, ζήτησε άραγε η διάταξη, που πρότεινε η ΠΟΕ ΟΤΑ, που τόσο εύκολα κατηγορήθηκε από κάποιους, ότι είναι αντισυνταγματική;
Και εάν η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική, τότε γιατί ο ν. 3051/2003 έχει κριθεί σύμφωνος προς το Σύνταγμα; Γιατί η εμπειρία είτε ως προσόν πρόσληψης είτε ως μοριοδοτούμενο κριτήριο εφαρμόζεται σε πλείστες όσες προκηρύξεις, ακόμα και την στιγμή, που γράφονται αυτές οι γραμμές;
Και θα μου επιτρέψετε στην προσπάθεια αυτή να αποδείξω, ότι κάποιοι δεν είμαστε ελέφαντες, να κάνω και μια μικρή στάση στο μείζον νομικό (και πρωτίστως πολιτικό) θέμα των συμβασιούχων.
Το έτος 1999 θεσπίστηκε μια Kοινοτική Oδηγία, η οποία είχε ως σκοπό να προστατεύσει τους εργαζόμενους με ελαστικές μορφές συμβάσεων από καταχρήσεις εις βάρος τους εκ μέρους του εργοδότη. Η Οδηγία δεν έλεγε τίποτε περισσότερο από το απλό και αυτονόητο: Κράτος, λάβε μέτρα, προκειμένου οι εν λόγω εργαζόμενοι να μην πέφτουν θύματα καταχρήσεων. Είναι τεράστια η συζήτηση, εάν χρειαζόταν αυτή η διάταξη σε μια χώρα, που ήδη από το 1920 έχει έναν από τους πιο φιλεργατικούς νόμους στην Ευρώπη, που προβλέπει τις συνέπειες της κατάχρησης των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων με συμβάσεις και τις τιμωρεί αναγνωρίζοντας, ότι οι συμβάσεις αυτές είναι αορίστου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, η Κοινοτική Οδηγία είπε αυτά, που είχε να πει. Από εκεί και μετά ήρθε για μια ακόμα φορά ο σύγχρονος έλληνας νομοθέτης, να «ρυθμίσει» τα πράγματα με τον δικό του μοναδικό, ομολογουμένως, τρόπο.
Το π.δ. 164/2004 προέβλεψε, ότι στο Δημόσιο και στα Νομικά του Πρόσωπα, απαγορεύεται να καταρτίζονται συμβάσεις πέραν των 24 μηνών και ότι μεταξύ των συμβάσεων πρέπει να μεσολαβούν κενά διαστήματα. Εάν παρ’ ελπίδα, καταρτιστούν τέτοιου είδους συμβάσεις, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας, τότε ο προϊστάμενος του εργαζόμενου φέρει πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες. Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης, καταρτίζει συμβάσεις, που παραβιάζουν τους κανόνες του π.δ. 164/2004; Ποιες είναι οι συνέπειες, όταν ο εργοδότης, που παρατείνει τις συμβάσεις, δεσμεύεται από νόμο, που επιβάλλει την παράταση; Η απάντηση είναι απλή: οι εργαζόμενοι απολύονται, χωρίς μάλιστα να πληρωθούν τα δεδουλευμένα τους, οι προϊστάμενοι απειλούνται με ποινικές και πειθαρχικές διώξεις. Και ο νομοθέτης; Ο Υπουργός, που πρότεινε την διάταξη; Η Βουλή, που την ψήφισε; Μα γι’ αυτούς, δεν προβλέπονται συνέπειες! Αυτοί έκαναν απλώς ένα στιγμιαίο λάθος!
Τι θα έλεγε, άραγε, ο νομοθέτης, που θέσπισε τον ν.2112/1920 για την περίπτωση των εργαζομένων αυτών; Θα επέλεγε, άραγε, να τους πετάξει στον δρόμο ή θα φρόντιζε να αποκαταστήσει τις συνέπειες, που ο ίδιος προκάλεσε; Θα αρκούνταν απλά να απολύσει τους εργαζόμενους ή θα έσπευδε να αναγνωρίσει, ότι οι συμβάσεις τους είναι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου; Θα τιμωρούσε μόνο τον εργαζόμενο για το γεγονός, ότι δούλεψε μαζεύοντας σκουπίδια ή θα μετακύλιε το βάρος στο ίδιο το Κράτος, που τον εκμεταλλεύτηκε; Μα η απάντηση είναι απλή: τιμωρείς τον βιαστή και όχι το θύμα. Αναγνωρίζεις την κατάχρηση και την τιμωρείς εις βάρος αυτού, που την προκάλεσε.
Και εδώ είμαι σίγουρη, ότι κάποιοι από εσάς, που μπήκατε στον κόπο να διαβάσετε αυτές τις αράδες, θα σκεφτείτε: όταν προσλαμβάνεσαι παράνομα, έχεις και εσύ μερίδιο ευθύνης! Ειλικρινά, όμως, πιστεύω, ότι κάνετε λάθος. Πώς μπορείς να περιμένεις από έναν άνθρωπο, που αναζητάει μια οποιαδήποτε δουλειά για να ζήσει αξιοπρεπώς την οικογένεια του, να φανταστεί, ότι η Βουλή ψήφισε έναν νόμο, που ήταν αντίθετος προς το Σύνταγμα; Πώς μπορείς να απαιτείς, από τους ανθρώπους αυτούς, που παλεύουν για το μεροκάματο να παίζουν στα δάκτυλα νόμους και ερμηνείες διατάξεων και να γνωρίζουν στην τελική, ότι οι υποσχέσεις, που τους δόθηκαν ήταν κάλπικες, σαν την περίφημη κάλπικη λίρα της παλιάς και όλως διδακτικής ελληνικής ταινίας;
Κατανοώ την αγωνία της ανεργίας, γνωρίζω στο πετσί μου, τι σημαίνει να μην έχεις δουλειά, να μην μπορείς να ανταποκριθείς στις βασικές σου ανάγκες. Όπως γνωρίζω, όμως, την ίδια στιγμή, ότι η δυστυχία του γείτονα μου δεν μπορεί να γίνει η δική μου ευτυχία. Γιατί, δυστυχώς, βράζουμε όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι.
Και γιατί δυστυχώς, αυτοί, που τόσα χρόνια κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτό τον έρημο τόπο, δεν βράζουν στο ίδιο καζάνι μαζί μας. Εάν συνέβαινε αυτό, εάν υπήρχε ποτέ σεβασμός για το Σύνταγμα, τότε τα πράγματα, θα έμπαιναν επιτέλους σε μια σειρά, απλή, νοικοκυρίστικη. Το Δημόσιο, θα προσελάμβανε μονίμους και αορίστου χρόνου υπαλλήλους για να καλύψει τις ανάγκες του, τις οποίες θα είχε μετρήσει με την λογική της γυναίκας, που μετράει τα τρόφιμα στο ράφι της κουζίνας της. Οι συμβασιούχοι θα προσλαμβάνονταν για να καλύπτουν εποχικές ανάγκες και δεν θα ήταν έρμαιο σε πολιτικές αποφάσεις ανακύκλωσης προσωπικού και δημιουργίας κομματικών στρατών. Και όταν θα συνέβαινε αυτό, τότε το Δημόσιο, θα μπορούσε να λειτουργήσει ίσως λίγο καλύτερα. Και ίσως, λέω ίσως, θα ήμασταν όλοι λίγο καλύτερα από ότι είμαστε σήμερα, σαν κράτος και σαν κοινωνία.
Έγραψα, λοιπόν, μια πρόταση νόμου (μην παρεξηγηθώ: όταν μεγαλώσω, δεν θέλω να γίνω νομοθέτης) για λογαριασμό της ΠΟΕ ΟΤΑ, με απόλυτο σεβασμό στο Σύνταγμα, με σεβασμό στους ανθρώπους του μόχθου και του μεροκάματου, που δεν χρωστάνε τίποτε να γίνονται πιόνια οποιουδήποτε παίζει σκάκι στις πλάτες τους και πάνω απ’ όλα με πλήρη συναίσθηση της προσωπικής μου ευθύνης απέναντι σε όσα επώνυμα υπογράφω.
Πρότεινα, λοιπόν, ένα ειδικό σύστημα προσλήψεων, υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ με αντικειμενικό και ουσιαστικό κριτήριο την εμπειρία, αναγνωρίζοντας, ότι οι άνθρωποι, που έπεσαν θύματα καταχρήσεων, δεν πρέπει να τιμωρηθούν για τις καταχρήσεις αυτές, όπως εξάλλου, και η ίδια η Κοινοτική Οδηγία προβλέπει.
Και έσπασα την σιωπή μου, διότι κάποια στιγμή, ο πολιτικός κόσμος αυτής της χώρας, οφείλει να καταλάβει, ότι δεν μπορείς να επικαλείσαι το Σύνταγμα για να δικαιολογήσεις τις πολιτικές σου επιλογές, δεν δικαιούσαι να μετατρέπεις ένα προεχόντως πολιτικό θέμα σε νομικό, για να αποφύγεις τις ευθύνες, που σου αναλογούν.
Έσπασα την σιωπή μου, απλά για να ενώσω την φωνή μου με χιλιάδες άλλους καθημερινούς ανθρώπους, που ζουν την αγωνία του αύριο.
Και για να απαντήσω και εγώ με την σειρά μου σε όσους έσπευσαν να μιλήσουν περί αντισυνταγματικότητας.
Νομική λύση, υπάρχει, κύριε Υπουργέ. Η πολιτική βούληση είναι και θα είναι πάντοτε το ζητούμενο.”
www.epoli.gr