|
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ |
Δεν υπάρχει καμία
αμφιβολία ότι η ψήφος του ελληνικού λαού την περασμένη Κυριακή ήταν ένα μεγάλο
χαστούκι στην Υπερεθνική Ελίτ (Υ/Ε – οι ελίτ που εδρεύουν στις χώρες G7 που
διαχειρίζεται τη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης —η οποία
εκπροσωπείται στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής
καταστροφής, από την «περίφημη» Τρόικα —ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ), καθώς και στις ντόπιες
ελίτ. Ήταν ακριβώς η ίδια η Υ/Ε και η Ευρωπαϊκή συνιστώσα της (η ελίτ της ΕΕ
και κυρίως η Γερμανική που είναι κυρίαρχη μέσα σε αυτή), οι οποίες έχουν
καταστρέψει τη ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, στην προσπάθειά
τους να «σώσουν» την Ελλάδα από τη χρεοκοπία. Εντούτοις, όπως προσπάθησα
να δείξω αλλού,[1] η παγίδα του
χρέους, στην οποία έπεσε η Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχε άμεση
σχέση με την ίδια την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Ήταν μέσα
από αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης στην ΝΔΤ που η Ελλάδα έχασε ένα σημαντικό
βαθμό αυτοδυναμίας, ο οποίος είχε επιτευχθεί στη μεταπολεμική περίοδο. Τότε
αναπτύχθηκε μια παρασιτική οικονομική δομή, στην οποία, εκτός από τον τουρισμό
και τη ναυτιλία, δεν υπήρχαν άλλες κύριες πηγές εσόδων για την αγορά των
αυξανόμενων εισαγωγών που είχαν επιβάλλει οι ανοικτές και απελευθερωμένες
αγορές των Συνθηκών της ΕΕ. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν τα τεράστια
ελλείμματα στον προϋπολογισμό, που χρηματοδοτήθηκαν μέσω του ξένου δανεισμού,
καθώς και τα παράλληλα ελλείμματα του προϋπολογισμού για τη χρηματοδότηση ενός
διογκούμενου κράτους πρόνοιας, καθώς οι ντόπιες ελίτ δεν ήταν διατεθειμένες να
μοιραστούν το φορολογικό βάρος για τη χρηματοδότηση του—μια πρακτική η οποία
αναπόφευκτα εξαπλώθηκε σύντομα στην υπόλοιπη κοινωνία. Όταν οι ελίτ
αποφάσισαν να ενσωματώσουν την Ελλάδα και στην Ευρωζώνη, η χώρα όχι μόνο έχασε
και επίσημα πια την οικονομική κυριαρχία της, αλλά και αύξησε ακόμη περισσότερο
τον δανεισμό από το εξωτερικό, που τώρα στηριζόταν μάλιστα από ένα ισχυρό
νόμισμα. Μέχρι που έσκασε ολόκληρη η φούσκα αυτή, όταν ο ξένος δανεισμός έγινε
πιο δύσκολος λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008-9 και οδηγηθήκαμε στη
χρεοκοπία και μια πρωτόγνωρη, στο βάθος και την έκταση της, διεθνή
επιτήρηση. Αυτή είναι η διαδικασία, με λίγα λόγια. που οδήγησε στη
μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο της Υ/Ε. [2]
Το αναπόφευκτο
συμπέρασμα μιας τέτοιας ανάλυσης είναι ότι η λιτότητα είναι ένα σύμπτωμα της
κρίσης, όχι η αιτία της, και έχει να κάνει με τη διαστρέβλωση, αν όχι την
αποδιάρθρωση, των δομών παραγωγής και κατανάλωσης την οποία επιβάλλει η ΝΔΤ της
νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ως μέρος της διαδικασίας ενσωμάτωσης των
χωρών σε αυτή, προς όφελος των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων (πολυεθνικών) που
ελέγχουν την όλη διαδικασία. Έτσι, αν και το αποτέλεσμα των ελληνικών
εκλογών, άμεσα, ήταν ένα χαστούκι ενάντια στις πολιτικές λιτότητας που
επιβάλλονται από την Υ/Ε μέσω της Τρόικας, έμμεσα, ήταν ένα χαστούκι κατά της
ίδιας της ΕΕ και της Υ/Ε. Μόνο όμως έμμεσα, λόγω του τεράστιου
αποπροσανατολισμού του λαού από τον ΣΥΡΙΖΑ, που κέρδισε τις εκλογές, με βάση
μια πολιτική πλατφόρμα σύμφωνα με την οποία οι αιτίες της κρίσης ήταν κάποιες
«κακές» πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται από κάποιους κακούς πολιτικούς και
οικονομολόγους. Πράγμα που σημαίνει ότι αρκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναγκάσει τους
«κακούς» να αλλάξουν τις πολιτικές τους, μέσω της εκλογής καλών πολιτικών που
θα επέλεγαν και τους αντίστοιχα καλούς οικονομολόγους (βλ. Βαρουφάκη). Όλα αυτά
βέβαια τα παραμύθια γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διανοήθηκε ποτέ να κριτικάρει τις ίδιες
τις δομές της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, οπότε περιορίζεται πάντα
στο να «βαρά το σαμάρι»!
Με δεδομένο όμως ότι
τα κόμματα που υποστήριζαν τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών, ανεξάρτητα από τις
συνέπειες της στον λαό, κέρδισαν περίπου το 40 τοις εκατό των ψήφων, σε μια
εκλογή, στην οποία το επίσημο ποσοστό αποχής ήταν περίπου 40 τοις εκατό (αλλά
το πραγματικό ποσοστό μπορεί να είναι σημαντικά χαμηλότερο λόγω της μη
ανανέωσης των εκλογικών καταλόγων—γύρω στα 25-30 τοις εκατό) αυτό
σημαίνει ότι περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι αποφασισμένο να
παραμείνει στην ΕΕ, ανεξάρτητα από το κόστος. Αναφέρομαι βέβαια στα
«καθαρά», υπέρ της ΕΕ, κόμματα— ΝΔ και ΠΑΣΟΚ— καθώς, και το Ποτάμι, το νέο συστημικό
κόμμα που δημιουργήθηκε από τις ντόπιες και ξένες ελίτ πριν από ένα χρόνο,
ακριβώς για την προώθηση της φιλο-ΕΕ γραμμής, με περικάλυμμα κατά της διαφθοράς
κλπ— την οποία άλλωστε και ο …Σόιμπλε επιδιώκει να μειώσει! Άλλο ένα τρίτο του
πληθυσμού θα ήταν διατεθειμένο να μείνει στην ΕΕ, αλλά μόνο όταν το κόστος στο
λαό δεν θα ήταν δυσβάστακτο (όπως υπονοεί η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι και η
πρακτική του, και το τελευταίο τρίτο δεν πιστεύει ότι οποιαδήποτε πραγματική
λύση είναι δυνατή εντός της ΕΕ. Χοντρικά, η διαίρεση αυτή συμπίπτει με μια
ανάλογη κοινωνική διαίρεση του πληθυσμού μεταξύ του ενός τρίτου που είναι οι
προνομιούχοι της παγκοσμιοποίησης, ενός τρίτου που μόλις καταφέρνει να καλύψει
τις βασικές ανάγκες του, και του τελευταίου τρίτου, το οποίο έχει πλήρως
εξαθλιωθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επομένως
προσπάθησε να προσελκύσει αυτό το μεσαίο τρίτο του πληθυσμού —δηλαδή τα
σταδιακά φτωχοποιούμενα μεσαία στρώματα καθώς και τη μικροαστική τάξη, στον
ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, οι
άνεργοι και οι φτωχοί είτε απείχαν, είτε, όπως δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία
για τη γεωγραφική κατανομή των ψήφων, ψήφισαν κυρίως το Κομμουνιστικό Κόμμα
(ΚΚΕ) και τη Χρυσή Αυγή (ΧΑ), η οποία έχει σαφείς συμπάθειες προς τους
συνεργάτες των Ναζί κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και στη συνέχεια
προς τη Δεξιά στον επακόλουθο εμφύλιο πόλεμο, καθώς και στην ξενοκίνητη
στρατιωτική χούντα της δεκαετίας του 1960. Εντούτοις, όπως εύστοχα
επισημαίνει ο Χοακίν Φλόρες:
«Είναι ενδιαφέρον ότι
η ΧΑ, ζητεί τόσο την εθνικοποίηση της βιομηχανίας χρυσού στη Χαλκιδική, όσο και
άλλων μεγάλων βιομηχανιών, και της κεντρικής τράπεζας. Αυτές είναι μεταξύ
των πραγματικών οικονομικών αλλαγών που θα απελευθέρωναν την Ελλάδα, αλλά
παρόλα αυτά, στην Αριστερά, μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ)
υποστηρίζει παρόμοιες θέσεις. Το γεγονός ότι μόνο τα πιο ριζοσπαστικά
κόμματα έχουν τις πιο λογικές και ειλικρινείς λύσεις στο σημερινό πρόβλημα της
Ελλάδας, εκφράζει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα σχετικά με την Ελλάδα. Στην «Μελέτη της Ιστορίας» του, ο Toynbee αναπτύσσει την
έννοια των πολιτισμών που διέρχονται από τα στάδια της ανάπτυξης και της
ύστερης αποσύνθεσης, καθώς και των άκαρπων και αποτυχημένων πολιτισμών. Το
συμπέρασμα του είναι ότι ένα χαρακτηριστικό σημάδι ενός εν αποσυνθέσει ή αποτυχημένου
πολιτισμού είναι πως οι πιο λογικές λύσεις περιθωριοποιούνται εντελώς, και
υποστηρίζονται μόνο από εκείνους που βρίσκονται στο ριζοσπαστικό περιθώριο».[3]
Στην πραγματικότητα,
το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε προ πολλού τεθεί στο περιθώριο, δεδομένου ότι είχε
απαγορευτεί για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα μετά την ήττα του στον εμφύλιο
πόλεμο και, στη συνέχεια, νομιμοποιήθηκε μετά την πτώση της στρατιωτικής
χούντας το 1974, με την σιωπηρή προϋπόθεση ότι θα εγκαταλείψει οποιαδήποτε
επαναστατική τακτική, ενώ η Χρυσή Αυγή έχει ουσιαστικά απαγορευτεί σήμερα, με
το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας της να είναι στη φυλακή χωρίς δίκη, και χωρίς
να έχει καμιά πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης — αν και επίσημα,
εξακολουθεί να είναι νόμιμη!
Υπό αυτές τις
συνθήκες, το πολιτικό παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ να στρέψει τη λαϊκή οργή σε ανώδυνα
για το σύστημα αιτήματα πέτυχε, αφού το πρόγραμμά του δεν αμφισβήτησε ποτέ την
ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, αλλά ούτε καν περιέλαβε κανένα
ριζοσπαστικό μέτρο πχ για την εθνικοποίηση των τραπεζών (συμπεριλαμβανομένης
και της Τράπεζας της Ελλάδας), και κάποιων βιομηχανικών κλάδων-κλειδιά, καθώς
και για την εισαγωγή οποιωνδήποτε πραγματικών ελέγχων στις αγορές εμπορευμάτων,
κεφαλαίου και εργασίας. Ωστόσο, η έλλειψη παρόμοιων ελέγχων (που δεν
επιτρέπονται έτσι και αλλιώς βάσει των Συνθηκών της ΕΕ) καθιστά αδύνατη την
αναγέννηση της παραγωγικής βάσης, που θα στηρίζεται σε κάποιο ριζοσπαστικό
πρόγραμμα το οποίο θα στόχευε στην αυτοδυναμία.