Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
20 Ιουνίου 2014
Σε τραγικό αδιέξοδο παραμένει η χώρα (και η αριστερά της) μετά τις τριπλές εκλογές του Μαίου. Παρά την τεράστια καταστροφή που έχει σημειωθεί εδώ και τέσσερα χρόνια, παρά τις πολύ μεγάλες απώλειες των μνημονιακών ή ημιμνημονιακών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) στις εκλογές, το μνημονιακό μπλοκ διατήρησε τη δυνατότητα να κυβερνά για λογαριασμό της Τρόικας, εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της «Καθόδου στην Κόλαση» της Ελλάδας, της διαδικασίας δηλαδή καταστροφής και υποδούλωσης της χώρας.
Από την άλλη, ο ελληνικός λαός δεν είναι ικανοποιημένος από τις επιδόσεις, την πολιτική και την όλη παρουσία των mainstream«αντιμνημονιακών» κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ κυρίως και δευτερευόντως Αν.Ελλ.) και δεν τα εμπιστεύεται για να τους δώσει την εντολή διακυβέρνησης και αλλαγής της πορείας της χώρας, παρά την τεράστια πίεση που δέχεται και τη βιβλική καταστροφή που συνέχισε να σημειώνεται την περασμένη διετία. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά βίας διατηρεί, σημειώνοντας μικρές απώλειες μάλιστα, τον όγκο των δυνάμεών του. Ο προφανέστερος αντιμνημονιακός του σύμμαχος, οι Αν.Ελλ., υπέστη πολύ μεγάλη ήττα, εξαιτίας του τρόπου που πολιτεύτηκε ο κ. Καμμένος.
Φοβούμεθα ότι μετά την ξαφνική εκλογική εκτόξευση και τους θριάμβους του 2012, οι ηγεσίες ΣΥΡΙΖΑ (και Αν.Ελλ.) νόμισαν ότι έγιναν περίπου ιδιοκτήτες της ιστορίας, όπως συνέβη και σε πολλούς άλλους προηγουμένως. Θεώρησαν ότι είναι κυβέρνηση εν αναμονή και ότι ο κόσμος θα τους ψηφίζει αναγκαστικά, ότι κι αν πουν ή κάνουν, για να απαλλαγεί από τα Μνημόνια. ‘Εχασαν τον αυθορμητισμό, την επαφή δηλαδή με τον λαό, που χαρακτήρισε τον Τσίπρα πριν από τον Ιούνιο 2012.
Οι απώλειες των «μνημονιακών» κατευθύνθηκαν είτε προς το «συστημικό τίποτα» Ποτάμι, που πρέπει να θεωρηθεί τμήμα του μνημονιακού μπλοκ, είτε προς τη ΧΑ, που δεν μπορεί όμως να αθροισθεί με τους υπόλοιπους αντιμνημονιακούς για να δώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ίδιο συμβαίνει πρακτικά και με το ΚΚΕ και την Ανταρσία, στους οποίους επέστρεψε τμήμα των ψηφοφόρων που είχαν μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο 2012.
Η σχετικότητα της «πρωτιάς»
Αν οι ευρωπαϊκές ήταν εθνικές εκλογές, τα αποτελέσματα αυτά δεν θα επέτρεπαν αριθμητικά τον σχηματισμό αντιμνημονιακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κυβέρνησης. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτοξεύτηκε εκλογικά το 2012 γιατί οι ‘Ελληνες ανακάλυψαν ξαφνικά τις κρυμμένες χάρες των προσώπων και των ιδεών του, αλλά γιατί αναζήτησαν πολιτικό εργαλείο ικανό να διακόψει το μνημονιακό καθεστώς. Αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να το κάνει χάνει αυτομάτως τον βασικό λόγο της, πέραν του 3%, πολιτικο-εκλογικής του απήχησης.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει την κυβέρνηση, με ή χωρίς συμμάχους, και δεν πάει σε σύγκρουση με τους Πιστωτές, αυτό θα θεωρηθεί προδοσία από τους οπαδούς του και θα τον οδηγήσει πιθανότατα σε σύντομη και άσχημη πτώση. Για να αναλάβει όμως την κυβέρνηση μιας καταστρεφόμενης χώρας, εν συγκρούσει με τους «Πιστωτές», ένα κόμμα οφείλει να διαθέτει ποσοστά πολύ μεγαλύτερα του 26%, πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία στη χώρα, εσωτερικό/διεθνή πολιτικό λόγο πολύ υπέρτερο των αντιπάλων του, άλλου τύπου δεσμούς με τις μάζες, όχι αυτούς που αντανακλώνται στο αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών όπως και των εκλογών στα διάφορα σωματεία. (1)
Με τέτοια αποτελέσματα, αν δεν σημειωθεί κάτι πολύ απρόβλεπτο, τους επόμενους μήνες θα δούμε περαιτέρω εξασθένηση της οικονομίας και της όποιας εθνικής ισχύος, δεινά πλήγματα στην κοινωνία, νέες λεηλασίες δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, πιθανότατα την απώλεια του ελληνικού ελέγχου των τραπεζών, απώλειες και άλλων ευκαιριών «διόρθωσης» της πορείας της χώρας, συνέχιση της μαζικής μετανάστευσης ιδίως μορφωμένων και νέων, που η Ελλάδα τους χρειάζεται και για την παραγωγική και για την πολιτική της αναγέννηση.
Η ψυχολογία του ελληνικού λαού, η αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή του θα γνωρίσει νέες ήττες. Η ελληνική τραγωδία, η γενοκτονία, το «κοινωνικό ολοκαύτωμα» των Ελλήνων, θα συνεχιστεί και μάλιστα και με τη δική μας υπογραφή, χωρίς ή με πολύ ανεπαρκείς διεθνείς διαμαρτυρίες. Και άλλοι συμπολίτες μας θα προστεθούν σε αυτούς που τερματίζουν μια ανυπόφορη ζωή, χιλιάδες ακόμα θα χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας των όλο και μεγαλύτερων προβλημάτων του συστήματος υγείας και ασφάλισης, ή θα τη δουν να καταστρέφεται.
Η συνεχιζόμενη εφιαλτική καταστροφή της χώρας στέλνει νέους ψηφοφόρους στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως χάνει ταυτόχρονα παληούς ψηφοφόρους του προς τα δεξιά (λόγω της στάσης του στα εθνικά), προς τα αριστερά (από ψηφοφόρους που εκτιμούν ότι νερώνει το αντιμνημονιακό κρασί του πηγαίνοντας δεξιά) και προς … παντού, λόγω «αστάθειας» του όλου πολιτικού σήματος που εκπέμπει, με συχνές και αντιφατικές δηλώσεις των οικονομολόγων του, μη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα τι θα κάνει αν η ΕΚΤ σταματήσει τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, γενική αβεβαιότητα.
Σε κατάσταση καταστρεφόμενου έθνους-κράτους, όταν η αβεβαιότητα και ανασφάλεια αγκαλιάζουν τις πιο βασικές σταθερές της ζωής των ανθρώπων, σε μια κατάσταση που θυμίζει τη Γερμανία αμέσως πριν τον Χίτλερ (1929-33) ή αμέσως μετά την ήττα και κατάληψη της Γερμανίας (1945), από την άποψη της ανασφάλειας και των βασικών κρατικο-κοινωνικών αναφορών, το πιο σημαντικό για να κερδίσει ένα ρεύμα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων είναι η αποφασιστικότητα και η σταθερότητα. ‘Όπως επίσης και η αναφορά στο απειλούμενο έθνος, η ενσυναίσθηση της χώρας, απολύτως απαραίτητη για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας.
Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ
Μερικοί, συνήθως βολεμένοι «παρατηρητές», διερωτώνται γιατί οι κατεστραμμένοι ‘Ελληνες δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ έτσι κι αλλοιώς, αφού η καταστροφή της χώρας είναι «εξασφαλισμένη» με το Μνημόνιο. Η απάντηση είναι απλή. Μια οικογένεια που έχει καταλήξει να ζει με 700 ευρώ τον μήνα δεν θα τα διακινδυνεύσει, αν δεν νοιώσει ότι έχει ηγεσία ανάλογη του δράματος που ζει η χώρα και των απειλών που τη βαρύνουν, που ξέρει τι θέλει και που πάει, που είναι έτοιμη να σηκώσει την Ελλάδα στους ώμους της οδηγώντας την, αν χρειαστεί, και στη σύγκρουση με Πιστωτές και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Αν δεν συγκλονίζεσαι ο ίδιος από πάθος για την πατρίδα σου και τον λαό σου, αν δεν πάσχεις με κάθε νέα αυτοκτονία που ακούς, αν δεν ξυπνάς με αγανάκτηση για αυτό που κάνουν στην Ελλάδα, αν τα λόγια δεν βγαίνουν από την ψυχή σου αλλά εκφωνείς όσα βάζουν μπροστά σου επικοινωνιολόγοι, που είναι, υλικά και ψυχολογικά, οργανικά και προνομιούχα τμήματα της ελίτ, τότε δεν μπορείς να συγκινήσεις ή να διεγείρεις τους ανθρώπους. Πρέπει να έχεις ενσυναίσθηση (empathy) της χώρας και των ανθρώπων της, βαθειά συναίσθηση της ψυχικής και πνευματικής και υλικής τους πραγματικότητας, «ηθική νοημοσύνη» και ιεραποστολική αντίληψη για να τους εμπνεύσεις και να τους κάνεις να σε εμπιστευθούν.
Επικοινωνιολόγοι με Πόρσε που συμβούλευαν τον Γιώργο Παπανδρέου (ειρήσθω εν παρόδω, ίσως τον πιο αποτυχημένο πολιτικό της ευρωπαϊκής ιστορίας και της ελληνικής, τουλάχιστο μετά την Κάθοδο των Δωριέων) δεν μπορούν να βοηθήσουν τη «ριζοσπαστική αριστερά»! Αυτοί οι άνθρωποι λεφτά θέλουν να βγάλουν με κάθε τρόπο, δεν νοιώθουν, ούτε μπορούν, ούτε και τους ενδιαφέρει να νοιώσουν τη χώρα, τον λαό της, την τραγωδία της και μόνο ζημιά μπορούν να κάνουνε στην αριστερά. Με τούτα και με κείνα άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ πάτωσε στην … «προλεταριακή», «λαϊκή» Β’ Πειραιώς, όπου εκλέγεται μάλιστα ο ηγέτης της «αριστερής πτέρυγας» Παναγιώτης Λαφαζάνης!
Στην καλύτερη περίπτωση, το εκλογικό αποτέλεσμα του 2014, όπως και του 2012, θα μπορούσαμε να το πούμε «νίκη μεταμφιεσμένη σε ήττα» ή «ήττα μεταμφιεσμένη σε νίκη» και θα είμαστε και πολύ επιεικείς. Γιατί το μόνο πραγματικό κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας για ένα κόμμα της αριστεράς, για οποιοδήποτε πατριωτικό κόμμα ευρύτερα, στις σημερινές συνθήκες, είναι αν καταφέρνει να σταματήσει τη μνημονιακή καταστροφή, ή, τουλάχιστο, αν κάνει όλα όσα μπορεί στην κατεύθυνση αυτή. Δεν ενδιαφέρει κανέναν αν η χώρα καταστρέφεται με περισσότερους ή με λιγότερους αριστερούς βουλευτές/ευρωβουλευτές.
Το αποτέλεσμα των εκλογών πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί μια νέα, σοβαρή, ίσως η τελευταία προειδοποίηση προς την Κουμουνδούρου για αλλαγή πορείας. Το δυσάρεστο βέβαια με πολλά ηγετικά στελέχη της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι ότι δεν τους αρέσει καθόλου η κριτική, που περίπου εκλαμβάνουν ως προσβολή, ενώ τους αρέσει συχνά η κολακεία, ακόμη κι όταν γνωρίζουν ότι είναι ανειλικρινής. Μάταια τους υπενθυμίζει κανείς ότι ο Γκράμσι θεωρούσε την αλήθεια επαναστατική και ο Σολωμός εθνική. ‘Η ότι ο Μεγάλος Πέτρος έλεγε ότι «τα λάθη μου ήταν ο μεγαλύτερός μου δάσκαλος» και όχι βέβαια «δεν κάνω λάθη» (ίσως βέβαια μπορούσε να το πει αυτό ακριβώς γιατί ήταν μεγάλος).
Ο σταλινισμός παραμένει πάντα μια παράδοση εξαιρετικά ισχυρή, εξαιρετικά αρνητική παρακαταθήκη στη νοοτροπία των ελληνικών αριστερών ηγεσιών, τάσεων και στελεχών όλων των αποχρώσεων – πουθενά αλλού στην Ευρώπη, πλην ίσως της Κύπρου, δεν υπάρχουν τόσο έντονα κατάλοιπα σταλινικού φαινομένου, συχνά βέβαια πια ως φάρσα μάλλον παρά ως η τραγωδία που χαρακτήρισε τους «Κούτβηδες» του Ζαχαριάδη, «φάρσα» όμως που μπορεί να έχει και τώρα τραγικές συνέπειες λόγω της κατάστασης της χώρας. Η μαχητικότητα των αριστερών (της βάσης κυρίως, να εξηγούμαστε) δεν συνδυάστηκε στην Ελλάδα με ευρύτερη δημοκρατική κουλτούρα. Πιθανώς αντανακλώντας και την όλη κουλτούρα και τον ενδημικό αυταρχισμό μιας χώρας, που μόνο ατελώς πραγματοποίησε δημοκρατική, που κυρίως έκανε εθνικές επαναστάσεις.
Αν λοιπόν η ηγεσία της αριστεράς θέλει να πετύχει αποφεύγοντας την καταστροφή που την απειλεί, αλλά και να μην επωμισθεί τελικά την ευθύνη μιας ιστορικής τραγωδίας, πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψι της τα διδάγματα των ευρωεκλογών. Της το ευχόμαστε ολόψυχα.
Τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ
Υπογραμμίσαμε σε προηγούμενα άρθρα μας για το Nexus, τι πρέπει να κάνει η αριστερά. Την ανάγκη να προετοιμαστεί με «θανατηφόρο» σοβαρότητα και όχι στηριζόμενη σε αμφίβολης αξίας επικοινωνιακά τερτίπια και τα πολιτικά κόλπα που κυριάρχησαν στην πολιτική και όλη εθνική ζωή της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, ώστε να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή κρίση, τον πόλεμο που αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Κύπρος. Δύο χρόνια μετά την εκλογική επιτυχία του 2012, τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο, εξακολουθεί να μην υπάρχει ένα σοβαρό πρόγραμμα αντιμετώπισης των Δανειστών, αλλά και εθνικής αναγέννησης.
Για να ηγηθεί και να εμπνεύσει την κοινωνία πρέπει να δώσει η ίδια το παράδειγμα της αυτοθυσίας στους κοινωνικούς αγώνες, να ενεργοποιηθεί στη δημιουργία δικτύων αλληλοϋποστήριξης των ανθρώπων, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών. Χρειάζεται επίσης έναν αποτελεσματικό εσωτερικό και διεθνή πολιτικό λόγο που να αποκαλύπτει καθημερινά το τι κάνουν Μνημόνιο, κυβέρνηση και Πιστωτές. Μπορεί να διαφωνείς σε όλα με τον Τράγκα, τον ακούς όμως το πρωί και ανασταίνει και πεθαμένους – ποιός έχει αντίθετα το κουράγιο να διαβάσει τις κομματικές αποφάσεις; Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή, αντί να προσπαθεί να εκφράσει μικρο- και μεσο-αστούς που επιδιώκουν κοινωνική άνοδο ή μιαν ανέφικτη «σταθερότητα» (για τους ίδιους). Χρειάζεται η οργάνωση μιας διεθνούς καμπάνιας υπεράσπισης της Ελλάδας, αλλά και η διαμόρφωση ενός σοβαρού πολιτικού προγράμματος της αριστεράς για όλη την Ευρώπη – και τα δύο έχουν καθυστερήσει εγκληματικά.
Χρειάζεται επίσης ανάπτυξη σχέσεων και εκτός Ευρώπης, με τους Ρώσους, με τους Κινέζους, τους Ιρανούς και πολλούς άλλους, σχέσεις που έχουν εξίσου εγκληματικά καθυστερήσει είτε λόγω ασάφειας-ανεπάρκειας του στρατηγικού σχεδίου, είτε για να μην πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ (και ο Καμμένος) στη «δυσμένεια» του άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ. Πως θα πάς χωρίς αυτά σε σύγκρουση με τους Πιστωτές; Ο κόσμος δεν είναι χαζός, καταλαβαίνει αν είσαι ή δεν είσαι έτοιμος.
Δεν γίνεται να πας σε ρήξη με τους πιστωτές με ένα κόμμα του οποίου δεν λειτουργούν σχεδόν και δεν συνεδριάζουν οι οργανώσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δύο λύσεις το 2012: είτε να ανοίξει ως κόμμα, επιτρέποντας τη συμμετοχή στη κομματική ζωή και σε θέσεις ευθύνης και άλλων ανθρώπων, που θα εκπροσωπούσαν το 27% και τις πιο ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, είτε να πρωταγωνιστήσει σε μετωπικά σχήματα που θα επέτρεπαν στην κοινωνία να εκφραστεί, στα διάφορα επίπεδα συνείδησης και κατανόησης που τη διακρίνουν. Δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Η εσωκομματική κατάσταση κυριαρχείται από τη νοοτροπία του σταλινικού (καθόλου του λενινιστικού) συγκεντρωτισμού εκάστης των τάσεων και έναν αγώνα για την εξουσία και τις καρέκλες, που αναπαράγει στο εσωτερικό του κόμματος την αναξιοκρατία και μετριοκρατία που χαρακτηρίζουν την ελληνική δημόσια ζωή. Εκεί που θα χρειαζόταν η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της τρομακτικής κρίσης στη χώρα, το κόμμα είναι σήμερα πιο κλειστό από όσο ήταν τον Μάιο 2012.
Σπίθα και ΣΥΡΙΖΑ: μια ιστορική αναφορά
Από το καλοκαίρι του 2011 και για ένα χρόνο υπήρξε μια άτυπη, αλλά πολύ ουσιαστική νομίζουμε και πολύ γόνιμη συνεργασία μεταξύ ορισμένων στην ηγεσία του Κινήματος Ανεξαρτήτων Πολιτών, της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη (στη ηγεσία της οποίας συμμετείχε και ο γράφων για μια περίοδο) και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αν μάλιστα αυτή η συνεργασία κατάφερνε τελικά να εκφραστεί και εκλογικά, άλλη θα ήταν ασφαλώς η μοίρα της χώρας μετά το 2012. Πιστεύω ότι οι της Σπίθας βοηθήσαμε στο να γίνει κατανοητή η σημασία του αγγλικού δικαίου ως εθνικού ζητήματος, όχι γιατί είμαστε καλύτεροι οικονομολόγοι από τους οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γιατί σκεφτόμαστε σε όρους χώρας και έθνους και γιατί είχαμε συνείδηση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του εφαρμοζόμενου στην Ελλάδα προγράμματος, των συνθηκών Βαϊμάρης που δημιουργούσε, που θα οδηγούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ αναπόφευκτα προ θεμάτων εξουσίας, κάτι που ο ίδιος δεν το πίστευε ούτε μέχρι τις παραμονές των εκλογών του 2012. Υιοθετώντας αυτές τις αναλύσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα πολύ μπερδεμένο με τις έννοιες έθνους και πατρίδας, μπόρεσε να εμφανισθεί ως υποψήφιο υποκείμενο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας και να διεκδικήσει την ηγεμονία. Πιστεύω ότι επίσης βοήθησε πολύ στην αποκρυστάλλωση μιας αντιμνημονιακής, εθνικής πολιτικής στρατηγικής το σύνθημα που λανσάραμε του ενιαίου αντιμνημονιακού μετώπου «από τον Καμμένο μέχρι την Ανταρσία» για να σωθεί η χώρα. Συμβάλαμε επίσης στη διαμόρφωση των βασικών γραμμών μιας ευρωπαϊκής εναλλακτικής με την ‘Εκκληση για τη σωτηρία των λαών της Ευρώπης (Αυγή, 30.10.2011), νομίζουμε η πρώτη και πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή εναλλακτική προοπτική στην κρίση χρέους.
Δεν είναι του παρόντος να γραφτεί η ιστορία του ελληνικού αντιμνημονιακού κινήματος, κάποτε ίσως θα γίνει κι αυτό, όπως και μια απαραίτητη, εις βάθος ανάλυση των αποτυχιών του. Αν τα λέμε αυτά τώρα είναι μόνο και μόνο για να θυμίσουμε, ότι ο πρωτοφανής εννεαπλασιασμός της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε γιατί ξαφνικά οι ‘Ελληνες ανακάλυψαν τις ιδέες και α πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γιατί ο Πρόεδρός του υπέταξε την «επικοινωνία» του στο κεντρικό μήνυμα «να σώσουμε την πατρίδα, να σταματήσουμε ένα πρόγραμμα που καταστρέφει τη χώρα μας».
Κατά τη γνώμη μας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κερδίσει άνετα τις εκλογές του Ιουνίου 2012, αν πληρούντο ένας ή περισσότεροι από τους εξής όρους: α. αν δεν φοβόταν μήπως σκάσει η χώρα στα χέρια του και είχε νωρίτερα πιστέψει/προετοιμαστεί για την άνοδο στην εξουσία, β. αν είχε σοβαρή οικονομολογική προετοιμασία για το τι θα κάνει στην κυβέρνηση, γ. αν αναγνώριζε την κοινωνική σημασία και τις επιπτώσεις του μεταναστευτικού προβλήματος, δ. αν ηγετικό του στέλεχος δεν εμφανιζόταν στην τηλεόραση να πει ότι θα ρισκάρει μια σύγκρουση με την Τουρκία για να περικόψει τις αμυντικές δαπάνες, ε. αν είχε ως κεντρικό πολιτικό σύνθημα όχι το «κυβέρνηση της αριστεράς», αλλά το «κυβέρνηση κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας, κυβέρνηση ειδικού σκοπού με σκοπό την επαναδιαπραγμάτευση των Δανειακών και τη διακοπή των Μνημονίων», στ. αν εμφανιζόταν περισσότερο ανοιχτό στην κοινωνία και σε άλλες δυνάμεις.
Μετά τις εκλογές του 2012 υποστηρίξαμε, σε μια σειρά άρθρων και συζητήσεων, ότι η αριστερά όφειλε να ολοκληρώσει την υποταγή των πολιτικών της στο κεντρικό καθήκον που έθετε το ιστορικό δεδομένο του ανηλεούς πολέμου κατά της χώρας. ‘Ότι όφειλε να πει στον ελληνικό λαό την αλήθεια για την τραγική κατάσταση της χώρας και την ανάγκη έκτακτων μέτρων για να διακοπεί το πρόγραμμα αποικιοκρατικής υποδούλωσης, λεηλασίας και καταστροφής. Δεν ετοιμάζεσαι για την έξοδο του Μεσολογγίου υποσχόμενος στους φίλους σου να πιουν ουζάκια στο Αιτωλικό. Η αριστερά όφειλε - και οφείλει και σήμερα - να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό και να του πει ότι «θα ζήσουμε εν ανάγκη με ψωμί κι αλάτι, θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, για να σηκώσουμε τη χώρα μας ξανά όρθια, να την κάνουμε πάλι περήφανη και ανεξάρτητη, ότι θα χρειαστεί ίσως να υποφέρουμε, κανείς όμως ‘Ελληνας δεν θα πεινάσει και δεν θα στερηθεί τη στέγη και τα απαραίτητα φάρμακά του». Υποστηρίξαμε ότι αυτός είναι ο δρόμος για να κερδίσει η αριστερά την εξουσία σε μια κατάσταση όπως η σημερινή και ότι δεν έχει καν νόημα να τη διεκδικήσει διαφορετικά, γιατί θα διακινδυνεύσει, αν το κάνει με τα μέσα των παπανδρεϊκών απατών και δημαγωγιών, να δει να κρεμάνε τα στελέχη της στην Πλατεία Συντάγματος.
Η απάντηση που πήραμε ήταν ότι «με αυτά που λες δεν κερδίζονται οι εκλογές». Αντί να υποταγεί ολοκληρωτικά στη στρατηγική ενός «νέου ΕΑΜ», ενός μετώπου εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε προς την στρατηγική ενός «νέου, καλύτερου ΠΑΣΟΚ», ενός κόμματος καλύτερου από τους κυβερνώντες. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο εντός πλαισίου καταστρεφόμενου έθνους.
Αντί να γίνει σαφέστερη, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έγινε ασαφέστερη για να καθησυχάσει τους μικροαστούς ψηφοφόρους που ήθελε να προσελκύσει. Εξωραϊζοντας την κατάσταση δεν έπεισε όμως κανένα, αντίθετα αύξησε την αμφιβολία για την ποιότητα και της αντιμνημονιακής ηγεσίας, άρα τη γενική αβεβαιότητα. Οι ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ όταν θέλουν να έρθουν σε ρήξη με την κεντροαριστερά, όχι για να τη συνεχίσουν! Μετακινούμενος προς τα «δεξιά», ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε κανέναν από κει, έχασε όμως προς «αριστερά»!
Δύο χρόνια αργότερα οι εκλογές όντως «δεν κερδίζονται», δεν κερδίζονται όμως με αυτά ακριβώς που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας πιο δύσκολη, όχι πιο εύκολη μια εκλογική νίκη και ενισχύοντας τις τάσεις αδρανοποίησης και παθητικοποίησης της κοινωνίας. Και αν αύριο, παρόλα αυτά, η αριστερά κερδίσει τις εκλογές, θα κινδυνεύει, με τον βαθμό προετοιμασίας που (δεν) έκανε, να διαψεύσει τις προσδοκίες των ψηφοφόρων της.
Εκτιμάμε ότι το σοβαρότερο, πιο συστηματικό και διαρκώς επαναλαμβανόμενο στα χρόνια της κρίσης πολιτικό σφάλμα της ηγεσίας της αριστεράς είναι η προσπάθεια της να τροποποιήσει τους όρους των προβλημάτων και καθηκόντων που τίθενται ενώπιόν της από την αντικειμενική κατάσταση, ώστε να τα κατεβάσει στο επίπεδο των υποκειμενικών της δυνατοτήτων, εκεί που πιστεύει ότι είναι αντιμετωπίσιμα. Μια συμπληρωματική τάση, που τείνει να ενισχύσει αυτό το σφάλμα και τις συνέπειές του, είναι η διαρκής υποτίμηση του ριζοσπαστικού, καταστροφικού χαρακτήρα του εφαρμοζόμενου στην Ελλάδα προγράμματος, που δεν είναι ένα «λάθος» της Ευρώπης ή του καπιταλισμού, αλλά ένα πρωτοποριακό πειραματικό πρόγραμμα τριτοκοσμοποίησης μιας ευρωπαϊκής χώρας, κατάργησης της αστικής δημοκρατίας, αποικιακής υποδούλωσης ενός ευρωπαϊκού έθνους, κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μετά το 1945 και τα ελληνικά μετά το 1974.
Τρία ανέφικτα σχέδια
Και τα τρία σχέδια που επικρατούν αυτή τη στιγμή στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ρεαλιστικά. Η φιλοδοξία μετατροπής σε «καλό ΠΑΣΟΚ», μια νέα εκδοχή ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας δεν έχει νόημα, γιατί δεν υπάρχει κανένα πλεόνασμα προς διανομή. Στη φιλοδοξία ενός «αριστερού σοσιαλιστικού κόμματος» χωρίς πατρίδα και έθνος, στηριγμένου στη κινηματική, αλλά μη εθνική αντίδραση σε ένα πρόγραμμα που κατευθύνεται άμεσα εναντίον του ελληνικού έθνους (κείμενο των «53») υφέρπει βαθειά έλλειψη κατανόησης του εθνικού φαινομένου («οι εθνικοί αγώνες είναι μια μορφή ταξικών αγώνων» έλεγε ο … Τρότσκι!) και ενδόμυχη, σχεδόν συναισθηματική ταύτιση με την παγκοσμιοποίηση, ελάχιστα συγκαλυμμένη πίσω από κακοχωνεμένα τσιτάτα του «επαναστατικού μαρξισμού».Τέλος, η άποψη Λαφαζάνη για ένα νέο «ριζοσπαστισμό», απροσδιόριστου περιεχόμενου και οδηγεί στο επίσης ανέφικτο σχήμα ενός εξευγενισμένου ΚΚΕ (ανέφικτο γιατί η χώρα χρειάζεται διακοπή της μνημονιακής κυβέρνησης και αυτή προϋποθέτει κυβερνητική εξουσία, όχι ισχυρές αντιπολιτεύσεις). Ανέφικτο γιατί απουσιάζουν πλήρως και εδώ οι όποιες εθνικές αναφορές, απουσία που πρακτικώς σημαίνει ότι αφήνει κανείς τον ιμπεριαλισμό να κάνει τη δουλειά του εις βάρος των Ελλήνων.
‘Όλα τα πολιτικά σχέδια εντός του ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγουν και το εθνικό θέμα και τις πραγματικές ταξικές αντιθέσεις που προκαλεί η λειτουργία όχι του βιομηχανικού καπιταλισμού του Μάντσεστερ, αλλά του ελληνικού κλεπτοκρατικού καπιταλισμού, του απέραντου εγχώριου «λαμογιστάν, εργολαβιστάν, ρουσφετιστάν», στηριγμένου σε τεράστιο βαθμό στην παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή. Κανένα από αυτά τα πολιτικά σχέδια δεν έχει ελπίδα να πραγματοποιηθεί. Η Ελλάδα (όπως και η Κύπρος) βρέθηκε, δυστυχέστατα, στην πρώτη γραμμή μεγάλων συγκρούσεων παγκόσμιας σημασίας, ενός ολοκληρωτικού πολέμου με κοινωνικο-οικονομική, ευρωπαϊκή, γεωπολιτική και ανθελληνική συνιστώσα. Τέτοιος πόλεμος δεν αντιμετωπίζεται με στρακαστρούκες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ακολουθήσει ποτέ τη τροχιά του ΠΑΣΟΚ, ούτε μπορεί να καταλάβει τη θέση του ΚΚΕ. Μόνο αν η ελληνική αυτοαποκαλούμενη «ριζοσπαστική αριστερά» μπορέσει και θελήσει να συμβάλει στην εμφάνιση ενός κοινωνικού και εθνικού μετώπου σωτηρίας του ελληνικού λαού, των δύο κρατών του και της δημοκρατίας του, θα έχει και μάλιστα σπουδαίο μέλλον. Αυτό είναι ο μόνος ρόλος που της προσφέρεται από την Ιστορία. ‘Η θα τον παίξει, ή θα «προδώσει». ‘Άλλο δρόμο δεν έχει!
(1) Οι αυτοδιοικητικοί υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ υπέστησαν πανωλεθρία σε όλη την Ελλάδα πλην της Ρένας Δούρου στην Αττική. Τα κομματικά στελέχη (και της κομματικής πλειοψηφίας και της κομματικής μειοψηφίας) που η ηγεσία επέβαλε ως υποψηφίους, και στις αυτοδιοικητικές και στις ευρωπαϊκές εκλογές, απέτυχαν οικτρά. Το ίδιο συνέβη με τους εθνομηδενιστές, οπαδούς και θεωρητικούς του σχεδίου Ανάν, τους φίλους της παγκοσμιοποίησης και υπόπτων ΜΚΟ, που περιέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωψηφοδέλτιό του, θέτοντας ο ίδιος υπό αίρεση την ταυτότητά του - τι σόι ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης και του ιμπεριαλισμού;
Πολύ διδακτική είναι η εμπειρία των υποθέσεων Σαμπιχά κυρίως, αλλά επίσης Βουδούρη και Καρυπίδη, που στοίχισαν όχι μόνο ένα 3-4% τουλάχιστο στο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή σε μεγάλο βαθμό τις ίδιες τις εκλογές), γιατί η ηγεσία του περιφρόνησε την άποψη της κομματικής βάσης αλλά και ευρύτερα της κοινής γνώμης, υποκύπτοντας μάλιστα πρακτικά σε διεθνείς πιέσεις (περίπτωση Καρυπίδη) ή του τουρκικού προξενείου σε συμμαχία με τους εν Αθήναις «παγκοσμιοποιητές» (περίπτωση Σαμπιχά).
Να σημειώσουμε ότι οι υποθέσεις αυτές υπενθυμίζουν το έντονο πρόβλημα δημοκρατικής κουλτούρας και σταλινικής νοοτροπίας που παραμένει σε κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα όλων των τάσεών του, ανεξαρτήτως «ανανεωτικών» ή μη καταβολών. ‘Εχουν δίκηο οι «53» όταν ζητάνε πιο δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, συμμετείχαν όμως κι αυτοί π.χ. στο «λυντσάρισμα» της άτυχης Τσιγγάνας που ο ΣΥΡΙΖΑ μόνος του, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, πρότεινε ως υποψήφια ευρωβουλευτή, για να την «πετάξει» μετά στα σκουπίδια, υπαινισσόμενος χυδαιότατα ότι είναι ΚΥΠατζού (Ενώ αν ήταν του Ιδρύματος Σόρος, όπως διάφοροι άλλοι, ή φίλη των ΓΑΠ και Ρόντου, ίσως θα γινόταν ενθουσιωδώς αποδεκτή).
Εκκωφαντική υπήρξε άλλωστε η σιωπή επί του θέματος Σαμπιχά (όπως και Καρυπίδη) και από άποψη δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος και από άποψη πατριωτισμού, τόσο της «αριστερής πτέρυγας», όσο και διαφόρων παραγόντων που αυτοχαρακτηρίζονται της «πατριωτικής αριστεράς». Ζήτημα είναι να υπήρξαν τέσσερις-πέντε φωνές σε όλο τον ΣΥΡΙΖΑ να διαμαρτυρηθούν για την απαράδεκτη εκδίωξη της Τσιγγάνας, έστω και μετά τις εκλογές. Μια απαράδεκτη «σιωπή των αμνών» επικράτησε από άκρου εις άκρος του κόμματος. ‘Εστω και τώρα, έστω και με τόση καθυστέρηση, περιμένουμε και ελπίζουμε να μάθουμε τι πιστεύουν για την υπόθεση αυτή ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο Ρούντι Ρινάλντι και διάφοροι άλλοι.
Σε τραγικό αδιέξοδο παραμένει η χώρα (και η αριστερά της) μετά τις τριπλές εκλογές του Μαίου. Παρά την τεράστια καταστροφή που έχει σημειωθεί εδώ και τέσσερα χρόνια, παρά τις πολύ μεγάλες απώλειες των μνημονιακών ή ημιμνημονιακών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) στις εκλογές, το μνημονιακό μπλοκ διατήρησε τη δυνατότητα να κυβερνά για λογαριασμό της Τρόικας, εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της «Καθόδου στην Κόλαση» της Ελλάδας, της διαδικασίας δηλαδή καταστροφής και υποδούλωσης της χώρας.
Από την άλλη, ο ελληνικός λαός δεν είναι ικανοποιημένος από τις επιδόσεις, την πολιτική και την όλη παρουσία των mainstream«αντιμνημονιακών» κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ κυρίως και δευτερευόντως Αν.Ελλ.) και δεν τα εμπιστεύεται για να τους δώσει την εντολή διακυβέρνησης και αλλαγής της πορείας της χώρας, παρά την τεράστια πίεση που δέχεται και τη βιβλική καταστροφή που συνέχισε να σημειώνεται την περασμένη διετία. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά βίας διατηρεί, σημειώνοντας μικρές απώλειες μάλιστα, τον όγκο των δυνάμεών του. Ο προφανέστερος αντιμνημονιακός του σύμμαχος, οι Αν.Ελλ., υπέστη πολύ μεγάλη ήττα, εξαιτίας του τρόπου που πολιτεύτηκε ο κ. Καμμένος.
Φοβούμεθα ότι μετά την ξαφνική εκλογική εκτόξευση και τους θριάμβους του 2012, οι ηγεσίες ΣΥΡΙΖΑ (και Αν.Ελλ.) νόμισαν ότι έγιναν περίπου ιδιοκτήτες της ιστορίας, όπως συνέβη και σε πολλούς άλλους προηγουμένως. Θεώρησαν ότι είναι κυβέρνηση εν αναμονή και ότι ο κόσμος θα τους ψηφίζει αναγκαστικά, ότι κι αν πουν ή κάνουν, για να απαλλαγεί από τα Μνημόνια. ‘Εχασαν τον αυθορμητισμό, την επαφή δηλαδή με τον λαό, που χαρακτήρισε τον Τσίπρα πριν από τον Ιούνιο 2012.
Οι απώλειες των «μνημονιακών» κατευθύνθηκαν είτε προς το «συστημικό τίποτα» Ποτάμι, που πρέπει να θεωρηθεί τμήμα του μνημονιακού μπλοκ, είτε προς τη ΧΑ, που δεν μπορεί όμως να αθροισθεί με τους υπόλοιπους αντιμνημονιακούς για να δώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ίδιο συμβαίνει πρακτικά και με το ΚΚΕ και την Ανταρσία, στους οποίους επέστρεψε τμήμα των ψηφοφόρων που είχαν μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο 2012.
Η σχετικότητα της «πρωτιάς»
Αν οι ευρωπαϊκές ήταν εθνικές εκλογές, τα αποτελέσματα αυτά δεν θα επέτρεπαν αριθμητικά τον σχηματισμό αντιμνημονιακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κυβέρνησης. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτοξεύτηκε εκλογικά το 2012 γιατί οι ‘Ελληνες ανακάλυψαν ξαφνικά τις κρυμμένες χάρες των προσώπων και των ιδεών του, αλλά γιατί αναζήτησαν πολιτικό εργαλείο ικανό να διακόψει το μνημονιακό καθεστώς. Αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να το κάνει χάνει αυτομάτως τον βασικό λόγο της, πέραν του 3%, πολιτικο-εκλογικής του απήχησης.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει την κυβέρνηση, με ή χωρίς συμμάχους, και δεν πάει σε σύγκρουση με τους Πιστωτές, αυτό θα θεωρηθεί προδοσία από τους οπαδούς του και θα τον οδηγήσει πιθανότατα σε σύντομη και άσχημη πτώση. Για να αναλάβει όμως την κυβέρνηση μιας καταστρεφόμενης χώρας, εν συγκρούσει με τους «Πιστωτές», ένα κόμμα οφείλει να διαθέτει ποσοστά πολύ μεγαλύτερα του 26%, πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία στη χώρα, εσωτερικό/διεθνή πολιτικό λόγο πολύ υπέρτερο των αντιπάλων του, άλλου τύπου δεσμούς με τις μάζες, όχι αυτούς που αντανακλώνται στο αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών όπως και των εκλογών στα διάφορα σωματεία. (1)
Με τέτοια αποτελέσματα, αν δεν σημειωθεί κάτι πολύ απρόβλεπτο, τους επόμενους μήνες θα δούμε περαιτέρω εξασθένηση της οικονομίας και της όποιας εθνικής ισχύος, δεινά πλήγματα στην κοινωνία, νέες λεηλασίες δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, πιθανότατα την απώλεια του ελληνικού ελέγχου των τραπεζών, απώλειες και άλλων ευκαιριών «διόρθωσης» της πορείας της χώρας, συνέχιση της μαζικής μετανάστευσης ιδίως μορφωμένων και νέων, που η Ελλάδα τους χρειάζεται και για την παραγωγική και για την πολιτική της αναγέννηση.
Η ψυχολογία του ελληνικού λαού, η αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή του θα γνωρίσει νέες ήττες. Η ελληνική τραγωδία, η γενοκτονία, το «κοινωνικό ολοκαύτωμα» των Ελλήνων, θα συνεχιστεί και μάλιστα και με τη δική μας υπογραφή, χωρίς ή με πολύ ανεπαρκείς διεθνείς διαμαρτυρίες. Και άλλοι συμπολίτες μας θα προστεθούν σε αυτούς που τερματίζουν μια ανυπόφορη ζωή, χιλιάδες ακόμα θα χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας των όλο και μεγαλύτερων προβλημάτων του συστήματος υγείας και ασφάλισης, ή θα τη δουν να καταστρέφεται.
Η συνεχιζόμενη εφιαλτική καταστροφή της χώρας στέλνει νέους ψηφοφόρους στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως χάνει ταυτόχρονα παληούς ψηφοφόρους του προς τα δεξιά (λόγω της στάσης του στα εθνικά), προς τα αριστερά (από ψηφοφόρους που εκτιμούν ότι νερώνει το αντιμνημονιακό κρασί του πηγαίνοντας δεξιά) και προς … παντού, λόγω «αστάθειας» του όλου πολιτικού σήματος που εκπέμπει, με συχνές και αντιφατικές δηλώσεις των οικονομολόγων του, μη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα τι θα κάνει αν η ΕΚΤ σταματήσει τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, γενική αβεβαιότητα.
Σε κατάσταση καταστρεφόμενου έθνους-κράτους, όταν η αβεβαιότητα και ανασφάλεια αγκαλιάζουν τις πιο βασικές σταθερές της ζωής των ανθρώπων, σε μια κατάσταση που θυμίζει τη Γερμανία αμέσως πριν τον Χίτλερ (1929-33) ή αμέσως μετά την ήττα και κατάληψη της Γερμανίας (1945), από την άποψη της ανασφάλειας και των βασικών κρατικο-κοινωνικών αναφορών, το πιο σημαντικό για να κερδίσει ένα ρεύμα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων είναι η αποφασιστικότητα και η σταθερότητα. ‘Όπως επίσης και η αναφορά στο απειλούμενο έθνος, η ενσυναίσθηση της χώρας, απολύτως απαραίτητη για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας.
Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ
Μερικοί, συνήθως βολεμένοι «παρατηρητές», διερωτώνται γιατί οι κατεστραμμένοι ‘Ελληνες δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ έτσι κι αλλοιώς, αφού η καταστροφή της χώρας είναι «εξασφαλισμένη» με το Μνημόνιο. Η απάντηση είναι απλή. Μια οικογένεια που έχει καταλήξει να ζει με 700 ευρώ τον μήνα δεν θα τα διακινδυνεύσει, αν δεν νοιώσει ότι έχει ηγεσία ανάλογη του δράματος που ζει η χώρα και των απειλών που τη βαρύνουν, που ξέρει τι θέλει και που πάει, που είναι έτοιμη να σηκώσει την Ελλάδα στους ώμους της οδηγώντας την, αν χρειαστεί, και στη σύγκρουση με Πιστωτές και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Αν δεν συγκλονίζεσαι ο ίδιος από πάθος για την πατρίδα σου και τον λαό σου, αν δεν πάσχεις με κάθε νέα αυτοκτονία που ακούς, αν δεν ξυπνάς με αγανάκτηση για αυτό που κάνουν στην Ελλάδα, αν τα λόγια δεν βγαίνουν από την ψυχή σου αλλά εκφωνείς όσα βάζουν μπροστά σου επικοινωνιολόγοι, που είναι, υλικά και ψυχολογικά, οργανικά και προνομιούχα τμήματα της ελίτ, τότε δεν μπορείς να συγκινήσεις ή να διεγείρεις τους ανθρώπους. Πρέπει να έχεις ενσυναίσθηση (empathy) της χώρας και των ανθρώπων της, βαθειά συναίσθηση της ψυχικής και πνευματικής και υλικής τους πραγματικότητας, «ηθική νοημοσύνη» και ιεραποστολική αντίληψη για να τους εμπνεύσεις και να τους κάνεις να σε εμπιστευθούν.
Επικοινωνιολόγοι με Πόρσε που συμβούλευαν τον Γιώργο Παπανδρέου (ειρήσθω εν παρόδω, ίσως τον πιο αποτυχημένο πολιτικό της ευρωπαϊκής ιστορίας και της ελληνικής, τουλάχιστο μετά την Κάθοδο των Δωριέων) δεν μπορούν να βοηθήσουν τη «ριζοσπαστική αριστερά»! Αυτοί οι άνθρωποι λεφτά θέλουν να βγάλουν με κάθε τρόπο, δεν νοιώθουν, ούτε μπορούν, ούτε και τους ενδιαφέρει να νοιώσουν τη χώρα, τον λαό της, την τραγωδία της και μόνο ζημιά μπορούν να κάνουνε στην αριστερά. Με τούτα και με κείνα άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ πάτωσε στην … «προλεταριακή», «λαϊκή» Β’ Πειραιώς, όπου εκλέγεται μάλιστα ο ηγέτης της «αριστερής πτέρυγας» Παναγιώτης Λαφαζάνης!
Στην καλύτερη περίπτωση, το εκλογικό αποτέλεσμα του 2014, όπως και του 2012, θα μπορούσαμε να το πούμε «νίκη μεταμφιεσμένη σε ήττα» ή «ήττα μεταμφιεσμένη σε νίκη» και θα είμαστε και πολύ επιεικείς. Γιατί το μόνο πραγματικό κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας για ένα κόμμα της αριστεράς, για οποιοδήποτε πατριωτικό κόμμα ευρύτερα, στις σημερινές συνθήκες, είναι αν καταφέρνει να σταματήσει τη μνημονιακή καταστροφή, ή, τουλάχιστο, αν κάνει όλα όσα μπορεί στην κατεύθυνση αυτή. Δεν ενδιαφέρει κανέναν αν η χώρα καταστρέφεται με περισσότερους ή με λιγότερους αριστερούς βουλευτές/ευρωβουλευτές.
Το αποτέλεσμα των εκλογών πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί μια νέα, σοβαρή, ίσως η τελευταία προειδοποίηση προς την Κουμουνδούρου για αλλαγή πορείας. Το δυσάρεστο βέβαια με πολλά ηγετικά στελέχη της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι ότι δεν τους αρέσει καθόλου η κριτική, που περίπου εκλαμβάνουν ως προσβολή, ενώ τους αρέσει συχνά η κολακεία, ακόμη κι όταν γνωρίζουν ότι είναι ανειλικρινής. Μάταια τους υπενθυμίζει κανείς ότι ο Γκράμσι θεωρούσε την αλήθεια επαναστατική και ο Σολωμός εθνική. ‘Η ότι ο Μεγάλος Πέτρος έλεγε ότι «τα λάθη μου ήταν ο μεγαλύτερός μου δάσκαλος» και όχι βέβαια «δεν κάνω λάθη» (ίσως βέβαια μπορούσε να το πει αυτό ακριβώς γιατί ήταν μεγάλος).
Ο σταλινισμός παραμένει πάντα μια παράδοση εξαιρετικά ισχυρή, εξαιρετικά αρνητική παρακαταθήκη στη νοοτροπία των ελληνικών αριστερών ηγεσιών, τάσεων και στελεχών όλων των αποχρώσεων – πουθενά αλλού στην Ευρώπη, πλην ίσως της Κύπρου, δεν υπάρχουν τόσο έντονα κατάλοιπα σταλινικού φαινομένου, συχνά βέβαια πια ως φάρσα μάλλον παρά ως η τραγωδία που χαρακτήρισε τους «Κούτβηδες» του Ζαχαριάδη, «φάρσα» όμως που μπορεί να έχει και τώρα τραγικές συνέπειες λόγω της κατάστασης της χώρας. Η μαχητικότητα των αριστερών (της βάσης κυρίως, να εξηγούμαστε) δεν συνδυάστηκε στην Ελλάδα με ευρύτερη δημοκρατική κουλτούρα. Πιθανώς αντανακλώντας και την όλη κουλτούρα και τον ενδημικό αυταρχισμό μιας χώρας, που μόνο ατελώς πραγματοποίησε δημοκρατική, που κυρίως έκανε εθνικές επαναστάσεις.
Αν λοιπόν η ηγεσία της αριστεράς θέλει να πετύχει αποφεύγοντας την καταστροφή που την απειλεί, αλλά και να μην επωμισθεί τελικά την ευθύνη μιας ιστορικής τραγωδίας, πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψι της τα διδάγματα των ευρωεκλογών. Της το ευχόμαστε ολόψυχα.
Τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ
Υπογραμμίσαμε σε προηγούμενα άρθρα μας για το Nexus, τι πρέπει να κάνει η αριστερά. Την ανάγκη να προετοιμαστεί με «θανατηφόρο» σοβαρότητα και όχι στηριζόμενη σε αμφίβολης αξίας επικοινωνιακά τερτίπια και τα πολιτικά κόλπα που κυριάρχησαν στην πολιτική και όλη εθνική ζωή της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, ώστε να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή κρίση, τον πόλεμο που αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Κύπρος. Δύο χρόνια μετά την εκλογική επιτυχία του 2012, τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο, εξακολουθεί να μην υπάρχει ένα σοβαρό πρόγραμμα αντιμετώπισης των Δανειστών, αλλά και εθνικής αναγέννησης.
Για να ηγηθεί και να εμπνεύσει την κοινωνία πρέπει να δώσει η ίδια το παράδειγμα της αυτοθυσίας στους κοινωνικούς αγώνες, να ενεργοποιηθεί στη δημιουργία δικτύων αλληλοϋποστήριξης των ανθρώπων, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών. Χρειάζεται επίσης έναν αποτελεσματικό εσωτερικό και διεθνή πολιτικό λόγο που να αποκαλύπτει καθημερινά το τι κάνουν Μνημόνιο, κυβέρνηση και Πιστωτές. Μπορεί να διαφωνείς σε όλα με τον Τράγκα, τον ακούς όμως το πρωί και ανασταίνει και πεθαμένους – ποιός έχει αντίθετα το κουράγιο να διαβάσει τις κομματικές αποφάσεις; Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή, αντί να προσπαθεί να εκφράσει μικρο- και μεσο-αστούς που επιδιώκουν κοινωνική άνοδο ή μιαν ανέφικτη «σταθερότητα» (για τους ίδιους). Χρειάζεται η οργάνωση μιας διεθνούς καμπάνιας υπεράσπισης της Ελλάδας, αλλά και η διαμόρφωση ενός σοβαρού πολιτικού προγράμματος της αριστεράς για όλη την Ευρώπη – και τα δύο έχουν καθυστερήσει εγκληματικά.
Χρειάζεται επίσης ανάπτυξη σχέσεων και εκτός Ευρώπης, με τους Ρώσους, με τους Κινέζους, τους Ιρανούς και πολλούς άλλους, σχέσεις που έχουν εξίσου εγκληματικά καθυστερήσει είτε λόγω ασάφειας-ανεπάρκειας του στρατηγικού σχεδίου, είτε για να μην πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ (και ο Καμμένος) στη «δυσμένεια» του άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ. Πως θα πάς χωρίς αυτά σε σύγκρουση με τους Πιστωτές; Ο κόσμος δεν είναι χαζός, καταλαβαίνει αν είσαι ή δεν είσαι έτοιμος.
Δεν γίνεται να πας σε ρήξη με τους πιστωτές με ένα κόμμα του οποίου δεν λειτουργούν σχεδόν και δεν συνεδριάζουν οι οργανώσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δύο λύσεις το 2012: είτε να ανοίξει ως κόμμα, επιτρέποντας τη συμμετοχή στη κομματική ζωή και σε θέσεις ευθύνης και άλλων ανθρώπων, που θα εκπροσωπούσαν το 27% και τις πιο ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, είτε να πρωταγωνιστήσει σε μετωπικά σχήματα που θα επέτρεπαν στην κοινωνία να εκφραστεί, στα διάφορα επίπεδα συνείδησης και κατανόησης που τη διακρίνουν. Δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Η εσωκομματική κατάσταση κυριαρχείται από τη νοοτροπία του σταλινικού (καθόλου του λενινιστικού) συγκεντρωτισμού εκάστης των τάσεων και έναν αγώνα για την εξουσία και τις καρέκλες, που αναπαράγει στο εσωτερικό του κόμματος την αναξιοκρατία και μετριοκρατία που χαρακτηρίζουν την ελληνική δημόσια ζωή. Εκεί που θα χρειαζόταν η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της τρομακτικής κρίσης στη χώρα, το κόμμα είναι σήμερα πιο κλειστό από όσο ήταν τον Μάιο 2012.
Σπίθα και ΣΥΡΙΖΑ: μια ιστορική αναφορά
Από το καλοκαίρι του 2011 και για ένα χρόνο υπήρξε μια άτυπη, αλλά πολύ ουσιαστική νομίζουμε και πολύ γόνιμη συνεργασία μεταξύ ορισμένων στην ηγεσία του Κινήματος Ανεξαρτήτων Πολιτών, της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη (στη ηγεσία της οποίας συμμετείχε και ο γράφων για μια περίοδο) και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αν μάλιστα αυτή η συνεργασία κατάφερνε τελικά να εκφραστεί και εκλογικά, άλλη θα ήταν ασφαλώς η μοίρα της χώρας μετά το 2012. Πιστεύω ότι οι της Σπίθας βοηθήσαμε στο να γίνει κατανοητή η σημασία του αγγλικού δικαίου ως εθνικού ζητήματος, όχι γιατί είμαστε καλύτεροι οικονομολόγοι από τους οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γιατί σκεφτόμαστε σε όρους χώρας και έθνους και γιατί είχαμε συνείδηση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του εφαρμοζόμενου στην Ελλάδα προγράμματος, των συνθηκών Βαϊμάρης που δημιουργούσε, που θα οδηγούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ αναπόφευκτα προ θεμάτων εξουσίας, κάτι που ο ίδιος δεν το πίστευε ούτε μέχρι τις παραμονές των εκλογών του 2012. Υιοθετώντας αυτές τις αναλύσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα πολύ μπερδεμένο με τις έννοιες έθνους και πατρίδας, μπόρεσε να εμφανισθεί ως υποψήφιο υποκείμενο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας και να διεκδικήσει την ηγεμονία. Πιστεύω ότι επίσης βοήθησε πολύ στην αποκρυστάλλωση μιας αντιμνημονιακής, εθνικής πολιτικής στρατηγικής το σύνθημα που λανσάραμε του ενιαίου αντιμνημονιακού μετώπου «από τον Καμμένο μέχρι την Ανταρσία» για να σωθεί η χώρα. Συμβάλαμε επίσης στη διαμόρφωση των βασικών γραμμών μιας ευρωπαϊκής εναλλακτικής με την ‘Εκκληση για τη σωτηρία των λαών της Ευρώπης (Αυγή, 30.10.2011), νομίζουμε η πρώτη και πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή εναλλακτική προοπτική στην κρίση χρέους.
Δεν είναι του παρόντος να γραφτεί η ιστορία του ελληνικού αντιμνημονιακού κινήματος, κάποτε ίσως θα γίνει κι αυτό, όπως και μια απαραίτητη, εις βάθος ανάλυση των αποτυχιών του. Αν τα λέμε αυτά τώρα είναι μόνο και μόνο για να θυμίσουμε, ότι ο πρωτοφανής εννεαπλασιασμός της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε γιατί ξαφνικά οι ‘Ελληνες ανακάλυψαν τις ιδέες και α πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γιατί ο Πρόεδρός του υπέταξε την «επικοινωνία» του στο κεντρικό μήνυμα «να σώσουμε την πατρίδα, να σταματήσουμε ένα πρόγραμμα που καταστρέφει τη χώρα μας».
Κατά τη γνώμη μας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κερδίσει άνετα τις εκλογές του Ιουνίου 2012, αν πληρούντο ένας ή περισσότεροι από τους εξής όρους: α. αν δεν φοβόταν μήπως σκάσει η χώρα στα χέρια του και είχε νωρίτερα πιστέψει/προετοιμαστεί για την άνοδο στην εξουσία, β. αν είχε σοβαρή οικονομολογική προετοιμασία για το τι θα κάνει στην κυβέρνηση, γ. αν αναγνώριζε την κοινωνική σημασία και τις επιπτώσεις του μεταναστευτικού προβλήματος, δ. αν ηγετικό του στέλεχος δεν εμφανιζόταν στην τηλεόραση να πει ότι θα ρισκάρει μια σύγκρουση με την Τουρκία για να περικόψει τις αμυντικές δαπάνες, ε. αν είχε ως κεντρικό πολιτικό σύνθημα όχι το «κυβέρνηση της αριστεράς», αλλά το «κυβέρνηση κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας, κυβέρνηση ειδικού σκοπού με σκοπό την επαναδιαπραγμάτευση των Δανειακών και τη διακοπή των Μνημονίων», στ. αν εμφανιζόταν περισσότερο ανοιχτό στην κοινωνία και σε άλλες δυνάμεις.
Μετά τις εκλογές του 2012 υποστηρίξαμε, σε μια σειρά άρθρων και συζητήσεων, ότι η αριστερά όφειλε να ολοκληρώσει την υποταγή των πολιτικών της στο κεντρικό καθήκον που έθετε το ιστορικό δεδομένο του ανηλεούς πολέμου κατά της χώρας. ‘Ότι όφειλε να πει στον ελληνικό λαό την αλήθεια για την τραγική κατάσταση της χώρας και την ανάγκη έκτακτων μέτρων για να διακοπεί το πρόγραμμα αποικιοκρατικής υποδούλωσης, λεηλασίας και καταστροφής. Δεν ετοιμάζεσαι για την έξοδο του Μεσολογγίου υποσχόμενος στους φίλους σου να πιουν ουζάκια στο Αιτωλικό. Η αριστερά όφειλε - και οφείλει και σήμερα - να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό και να του πει ότι «θα ζήσουμε εν ανάγκη με ψωμί κι αλάτι, θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, για να σηκώσουμε τη χώρα μας ξανά όρθια, να την κάνουμε πάλι περήφανη και ανεξάρτητη, ότι θα χρειαστεί ίσως να υποφέρουμε, κανείς όμως ‘Ελληνας δεν θα πεινάσει και δεν θα στερηθεί τη στέγη και τα απαραίτητα φάρμακά του». Υποστηρίξαμε ότι αυτός είναι ο δρόμος για να κερδίσει η αριστερά την εξουσία σε μια κατάσταση όπως η σημερινή και ότι δεν έχει καν νόημα να τη διεκδικήσει διαφορετικά, γιατί θα διακινδυνεύσει, αν το κάνει με τα μέσα των παπανδρεϊκών απατών και δημαγωγιών, να δει να κρεμάνε τα στελέχη της στην Πλατεία Συντάγματος.
Η απάντηση που πήραμε ήταν ότι «με αυτά που λες δεν κερδίζονται οι εκλογές». Αντί να υποταγεί ολοκληρωτικά στη στρατηγική ενός «νέου ΕΑΜ», ενός μετώπου εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε προς την στρατηγική ενός «νέου, καλύτερου ΠΑΣΟΚ», ενός κόμματος καλύτερου από τους κυβερνώντες. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο εντός πλαισίου καταστρεφόμενου έθνους.
Αντί να γίνει σαφέστερη, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έγινε ασαφέστερη για να καθησυχάσει τους μικροαστούς ψηφοφόρους που ήθελε να προσελκύσει. Εξωραϊζοντας την κατάσταση δεν έπεισε όμως κανένα, αντίθετα αύξησε την αμφιβολία για την ποιότητα και της αντιμνημονιακής ηγεσίας, άρα τη γενική αβεβαιότητα. Οι ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ όταν θέλουν να έρθουν σε ρήξη με την κεντροαριστερά, όχι για να τη συνεχίσουν! Μετακινούμενος προς τα «δεξιά», ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε κανέναν από κει, έχασε όμως προς «αριστερά»!
Δύο χρόνια αργότερα οι εκλογές όντως «δεν κερδίζονται», δεν κερδίζονται όμως με αυτά ακριβώς που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας πιο δύσκολη, όχι πιο εύκολη μια εκλογική νίκη και ενισχύοντας τις τάσεις αδρανοποίησης και παθητικοποίησης της κοινωνίας. Και αν αύριο, παρόλα αυτά, η αριστερά κερδίσει τις εκλογές, θα κινδυνεύει, με τον βαθμό προετοιμασίας που (δεν) έκανε, να διαψεύσει τις προσδοκίες των ψηφοφόρων της.
Εκτιμάμε ότι το σοβαρότερο, πιο συστηματικό και διαρκώς επαναλαμβανόμενο στα χρόνια της κρίσης πολιτικό σφάλμα της ηγεσίας της αριστεράς είναι η προσπάθεια της να τροποποιήσει τους όρους των προβλημάτων και καθηκόντων που τίθενται ενώπιόν της από την αντικειμενική κατάσταση, ώστε να τα κατεβάσει στο επίπεδο των υποκειμενικών της δυνατοτήτων, εκεί που πιστεύει ότι είναι αντιμετωπίσιμα. Μια συμπληρωματική τάση, που τείνει να ενισχύσει αυτό το σφάλμα και τις συνέπειές του, είναι η διαρκής υποτίμηση του ριζοσπαστικού, καταστροφικού χαρακτήρα του εφαρμοζόμενου στην Ελλάδα προγράμματος, που δεν είναι ένα «λάθος» της Ευρώπης ή του καπιταλισμού, αλλά ένα πρωτοποριακό πειραματικό πρόγραμμα τριτοκοσμοποίησης μιας ευρωπαϊκής χώρας, κατάργησης της αστικής δημοκρατίας, αποικιακής υποδούλωσης ενός ευρωπαϊκού έθνους, κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μετά το 1945 και τα ελληνικά μετά το 1974.
Τρία ανέφικτα σχέδια
Και τα τρία σχέδια που επικρατούν αυτή τη στιγμή στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ρεαλιστικά. Η φιλοδοξία μετατροπής σε «καλό ΠΑΣΟΚ», μια νέα εκδοχή ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας δεν έχει νόημα, γιατί δεν υπάρχει κανένα πλεόνασμα προς διανομή. Στη φιλοδοξία ενός «αριστερού σοσιαλιστικού κόμματος» χωρίς πατρίδα και έθνος, στηριγμένου στη κινηματική, αλλά μη εθνική αντίδραση σε ένα πρόγραμμα που κατευθύνεται άμεσα εναντίον του ελληνικού έθνους (κείμενο των «53») υφέρπει βαθειά έλλειψη κατανόησης του εθνικού φαινομένου («οι εθνικοί αγώνες είναι μια μορφή ταξικών αγώνων» έλεγε ο … Τρότσκι!) και ενδόμυχη, σχεδόν συναισθηματική ταύτιση με την παγκοσμιοποίηση, ελάχιστα συγκαλυμμένη πίσω από κακοχωνεμένα τσιτάτα του «επαναστατικού μαρξισμού».Τέλος, η άποψη Λαφαζάνη για ένα νέο «ριζοσπαστισμό», απροσδιόριστου περιεχόμενου και οδηγεί στο επίσης ανέφικτο σχήμα ενός εξευγενισμένου ΚΚΕ (ανέφικτο γιατί η χώρα χρειάζεται διακοπή της μνημονιακής κυβέρνησης και αυτή προϋποθέτει κυβερνητική εξουσία, όχι ισχυρές αντιπολιτεύσεις). Ανέφικτο γιατί απουσιάζουν πλήρως και εδώ οι όποιες εθνικές αναφορές, απουσία που πρακτικώς σημαίνει ότι αφήνει κανείς τον ιμπεριαλισμό να κάνει τη δουλειά του εις βάρος των Ελλήνων.
‘Όλα τα πολιτικά σχέδια εντός του ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγουν και το εθνικό θέμα και τις πραγματικές ταξικές αντιθέσεις που προκαλεί η λειτουργία όχι του βιομηχανικού καπιταλισμού του Μάντσεστερ, αλλά του ελληνικού κλεπτοκρατικού καπιταλισμού, του απέραντου εγχώριου «λαμογιστάν, εργολαβιστάν, ρουσφετιστάν», στηριγμένου σε τεράστιο βαθμό στην παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή. Κανένα από αυτά τα πολιτικά σχέδια δεν έχει ελπίδα να πραγματοποιηθεί. Η Ελλάδα (όπως και η Κύπρος) βρέθηκε, δυστυχέστατα, στην πρώτη γραμμή μεγάλων συγκρούσεων παγκόσμιας σημασίας, ενός ολοκληρωτικού πολέμου με κοινωνικο-οικονομική, ευρωπαϊκή, γεωπολιτική και ανθελληνική συνιστώσα. Τέτοιος πόλεμος δεν αντιμετωπίζεται με στρακαστρούκες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ακολουθήσει ποτέ τη τροχιά του ΠΑΣΟΚ, ούτε μπορεί να καταλάβει τη θέση του ΚΚΕ. Μόνο αν η ελληνική αυτοαποκαλούμενη «ριζοσπαστική αριστερά» μπορέσει και θελήσει να συμβάλει στην εμφάνιση ενός κοινωνικού και εθνικού μετώπου σωτηρίας του ελληνικού λαού, των δύο κρατών του και της δημοκρατίας του, θα έχει και μάλιστα σπουδαίο μέλλον. Αυτό είναι ο μόνος ρόλος που της προσφέρεται από την Ιστορία. ‘Η θα τον παίξει, ή θα «προδώσει». ‘Άλλο δρόμο δεν έχει!
(1) Οι αυτοδιοικητικοί υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ υπέστησαν πανωλεθρία σε όλη την Ελλάδα πλην της Ρένας Δούρου στην Αττική. Τα κομματικά στελέχη (και της κομματικής πλειοψηφίας και της κομματικής μειοψηφίας) που η ηγεσία επέβαλε ως υποψηφίους, και στις αυτοδιοικητικές και στις ευρωπαϊκές εκλογές, απέτυχαν οικτρά. Το ίδιο συνέβη με τους εθνομηδενιστές, οπαδούς και θεωρητικούς του σχεδίου Ανάν, τους φίλους της παγκοσμιοποίησης και υπόπτων ΜΚΟ, που περιέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωψηφοδέλτιό του, θέτοντας ο ίδιος υπό αίρεση την ταυτότητά του - τι σόι ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης και του ιμπεριαλισμού;
Πολύ διδακτική είναι η εμπειρία των υποθέσεων Σαμπιχά κυρίως, αλλά επίσης Βουδούρη και Καρυπίδη, που στοίχισαν όχι μόνο ένα 3-4% τουλάχιστο στο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή σε μεγάλο βαθμό τις ίδιες τις εκλογές), γιατί η ηγεσία του περιφρόνησε την άποψη της κομματικής βάσης αλλά και ευρύτερα της κοινής γνώμης, υποκύπτοντας μάλιστα πρακτικά σε διεθνείς πιέσεις (περίπτωση Καρυπίδη) ή του τουρκικού προξενείου σε συμμαχία με τους εν Αθήναις «παγκοσμιοποιητές» (περίπτωση Σαμπιχά).
Να σημειώσουμε ότι οι υποθέσεις αυτές υπενθυμίζουν το έντονο πρόβλημα δημοκρατικής κουλτούρας και σταλινικής νοοτροπίας που παραμένει σε κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα όλων των τάσεών του, ανεξαρτήτως «ανανεωτικών» ή μη καταβολών. ‘Εχουν δίκηο οι «53» όταν ζητάνε πιο δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, συμμετείχαν όμως κι αυτοί π.χ. στο «λυντσάρισμα» της άτυχης Τσιγγάνας που ο ΣΥΡΙΖΑ μόνος του, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, πρότεινε ως υποψήφια ευρωβουλευτή, για να την «πετάξει» μετά στα σκουπίδια, υπαινισσόμενος χυδαιότατα ότι είναι ΚΥΠατζού (Ενώ αν ήταν του Ιδρύματος Σόρος, όπως διάφοροι άλλοι, ή φίλη των ΓΑΠ και Ρόντου, ίσως θα γινόταν ενθουσιωδώς αποδεκτή).
Εκκωφαντική υπήρξε άλλωστε η σιωπή επί του θέματος Σαμπιχά (όπως και Καρυπίδη) και από άποψη δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος και από άποψη πατριωτισμού, τόσο της «αριστερής πτέρυγας», όσο και διαφόρων παραγόντων που αυτοχαρακτηρίζονται της «πατριωτικής αριστεράς». Ζήτημα είναι να υπήρξαν τέσσερις-πέντε φωνές σε όλο τον ΣΥΡΙΖΑ να διαμαρτυρηθούν για την απαράδεκτη εκδίωξη της Τσιγγάνας, έστω και μετά τις εκλογές. Μια απαράδεκτη «σιωπή των αμνών» επικράτησε από άκρου εις άκρος του κόμματος. ‘Εστω και τώρα, έστω και με τόση καθυστέρηση, περιμένουμε και ελπίζουμε να μάθουμε τι πιστεύουν για την υπόθεση αυτή ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο Ρούντι Ρινάλντι και διάφοροι άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου