ο Θ. Γεωργάκης |
Η ΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Ήρθε μια βροχή ανταριασμένη απ’ τον βοριά και
πήρε μαζί της τ’ αρμυρό δάκρυ, δάνεισε την
πνοή της στα βαρύθυμα σύννεφα και πέταξε
όμοια γλάρος ολόλευκος για τις απέραντες
πεδιάδες, να ποτίσει τα σταροχώραφα και τις
συστάδες με τις ασημόχρωμες λεύκες όλα να
ξεφυτρώσουν να θεριέψουν απ’ το γαλανό νερό,
το ψωμί το λάδι οι ανάσες οι έρωτες η ανεμελιά
το κλάμα το νανούρισμα, να λευτερωθεί γρήγορα
η ματιά σαν ελάφι να τρέξει να ποθήσει τ’
αμάραντα ν’ αγκαλιάσει τον θεόρατο ίσκιο των
βουνών που στέκεται με ηγεμονικά μαλλιά να
σκεπάζει ξωμάχους μποστάνια ελαιώνες
ασφακερά σχοινότοπους κορυδαλούς πετρίτες
τρυγόνες απ’ τις ηλιοπλημμυρισμένες αχτίδες τ’
Αλωνάρη, εκείνες τις κόρες της όψιμης αγάπης
θαλερές πυρόλουστες που λιώνουν την πέτρα,
όμοιες του πικρού λυγμού αγέρας.
Στοχάζομαι, αυτή είναι η γεύση του ταξιδιού που
ανοίχτηκε μια σπιθαμή μπροστά απ’ το πρώτο
μας ευφάνταστο βήμα και πλαταίνει όλο
πλαταίνει να καταχτήσει τη στράτα του ονείρου,
σαν μικρόπλαστος απογαλακτισμένος σκύμνος
που παιγνιδίζει με την πυρόξανθη χαίτη του
πατέρα μια ανάσα απ’ την πρώτη του ενέδρα.
Ξέρω, αυτή είναι η γεύση του ταξιδιού που
σκαρώνει πολύχρωμες διαδρομές στη χώρα του
άπειρου συντροφιά με τις γλυκερές αναμνήσεις
που μέσα τους είναι βυθισμένη η άγκυρα της
ζωής, αφρούρητη λιονταρόψυχη κράμα των
Δωριέων κάθετη στα σπλάχνα της γης,
να δρασκελά τ’ άγνωστα έγκατά της με
ξανθόπλεχτους ρυθμούς με φλογερές ανάσες
χωρίς να την καθυστερούν ασήμαντες ασχολίες,
σηκώνοντας μόνο το βλέμμα κάποτε πάνω απ’
τις κεφαλές των εφήβων που εκστατικοί
αγναντεύουν τ’ ολόγιομο φεγγάρι ν’ αναδύεται
απ’ τις τοπάζινες ραβδώσεις του γιαλού, να
ψάχνουν τ’ ασημένια του αδιέξοδα με την ελπίδα
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο πως δεν θα χαθεί η
προσμονή το ξάφνιασμα η μαγεία!
Μια μεγάλη μεταλλική βαντιέρα γεμάτη
καλούδια σύντροφος στου ταξιδιού τις γεύσεις,
να φιλεύει τους οδοιπόρους με τα λιωμένα
παπούτσια της στράτας τα τριτσωμένα ρούχα της
βροχής και το στερνό φιλί της μάνας θεόρατα
χαραγμένο στο μέτωπο, σύντροφος κι ορθοτόμος
στις αναζητήσεις των μεγάλων τρούλων που
θαμποί κοντοστέκονται και γνέφουν προς την
ανατολή, αυτοί οι ταξιδιώτες που τραβούν το
δικό τους γαλάζιο μίλι με απορημένα πόδια με μ
ια αρμάθα κλειδιά στη ζώνη τους, να
ξεκλειδώσουν το σταυροδρόμι που οδηγεί στις
λάκκες με τους απήγανους και τις μυρτιές, όπου
κατακαθίζει ο θόρυβος των πουλιών σαν
μαγνήτης τεράστιος που παλεύει να τραβήξει απ’
τη γης τη μελωδία της σιωπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου