Ο ΧΡΗΣΤΟΣ

ΑΞΙΑ

ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

ΜΑ ΤΟΝ ΑΡΗ .....

 
ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ  του  Γιάννη Ρίτσου

ΑΡΗ ΜΕΘΑΥΡΙΟ σα λουφάξουν τα τσακάλια
με μια πέτρα σφηνωμένη
στα δόντια τους

και μπει το φως μέσα στο δίκιο του
έτσι που μπαίνει το σπαθί στη θήκη του
και τ’ άρματά σου πάρουνε τη θέση τους πάνου στης ιστορίας το τζάκι

τότες θα πάρει κι ο λαός μας μες
στα χέρια του την άγια κάρα σου
και θα κινήσει η λιτανεία στους φωτισμένους δρόμους

κάτου απ’ τον άγιο φανοστάτη των Τρικάλων
δίπλα στου Γοργοπόταμου τις νιολουσμένες πικροδάφνες
κι έτσι θα φεύγουν με σημαίες μέσα στον ήλιο.

Κι έτσι θα τρέχουνε οι λαοί στους ματοποτισμένους αγρούς μας
κάθε που θα ζητάνε απ’ το Θεό της Λευτεριάς
να στείλει τη βροχή αδερφή σου να ποτίσει

το σπόρο που κοιμάται στα χωράφια της ψυχής
κάθε που θα ζητάνε νάβγει ο ήλιος ο αδερφός σου τα χρυσά χαράματα
με τ’ ολοκόκκινο φιλί του να μεστώσει τα ροδάκινα όνειρά μας.

Α τότες Άρη που θα στρέψει ο μόχτος του ντουνιά
χαρούμενο ποτάμι απάνου στης αγάπης τη μυλόπετρα
θα ξαναπούμε τ’ όνομά Σου σα να λέμε ακέριο τον αγώνα
όπως μια κερασιά ανθισμένη λέει ολόκληρη την Άνοιξη

όπως το δάκρυ λέει ολάκερο τον πόνο
όπως το πρώτο αστέρι λέει ολάκερη τη νύχτα του καλοκαιριού
κι όπως η Λευτεριά λέει τον κόσμο ακέριο.

Α ΕΣΥ ΨΙΛΗ βροχούλα του Μαρτιού, του Μάη χοντρό γελούμενο χαλάζι
πως φέγγουνε τα μάτια Του σε κάθε στάλα πίσω από τα φύλλα
πώ μας κοιτάει κάτου απ’ τον πλάτανο ο ίσκιος του ο διωματάρης.

Αύριο μεθαύριο δεν μπορεί θα φτάσει τούτη η μέρα
α θα φουσκώσει ο σπόρος του ήλιου σου βαθιά-βαθιά μέσα στα στήθεια
όπως φουσκώνει το προζύμι το σταρένιο μας ζυμάρι στη βαθειά τη σκάφη

και ξεχειλάει απ’ τ’ χρωματιστά πεσκίρια η νιότη των αγρών σαν το
βυζί της κόρης απ’ το μπούστο
κι αστράφτει ο φούρνος και μοσκοβολάει η αυλή της Ήπειρος καμένη

αφάνα λεβεντιά και θρούμπι
και ξεφουρνίζουν τα χοντρά ζεστά ψωμιά που ανοίγουνε την όρεξη του κόσμου
για φαΐ για φως και για δουλειά για τα μεγάλα τα έργα.

Α τότες πως θα πλημμυρίσει με πλατειές σταλαματιές χαράς ο γυμνός κόρφος
έτσι που σπάει ένα σύγνεφο μαρτιάτικο στη μύτη του κυπαρισσιού το ρόιδι του
κι οι κόττες παίρνουνε στη μύτη τους απόνα γυάλινο κουκκί και νάτες
να πορπατάνε κάτου απ’ τη συκιά μ’ ένα μπαλάκι φως μες στην καρδιά τους.

Και τότες τι όνειρα θα σε κρατούν στον κόρφο τους μέσα στον ήλιο
ποιο αγουροξύπνητο αγεράκι θ’ ανεμίζει τα ξεφτέρουγα και τα μαλλιά σου.

Και πάνου εκεί στα κατακόκκινα κεραμίδια της Άνοιξης
διακάκι του Μαγιού το χελιδόνι μας θα σε βλογάει
μέσα στο φως των κίτρινων σταχυών μες στου αμπελιού τα νιάτα.

Κι ο πλάτανος λεβεντοπλάτανος, με τα σουσούμια της γενιάς σου,
θα ζώνεται διπλές τριπλές ζυγές τα πράσινα γαλήνια φυσεκλίκια
και μες στον κάμπο τρίζωστος απ’ τα ποτάμια της ειρήνης
θα στήνει ασάλευτο τον ίσκιο του να ξαποστάσεις.

ΕΪ ΤΟΤΕΣ ΑΡΗ τ’ όνομά σου ποιος θα το ξεχάσει
γραμμένο πάνου σ’ όλα μας τ’ αλέτρια
απάνου σ’ όλα τα σφυριά και σ’ όλα τα δρεπάνια
απάνου σ’ όλες τις καρδιές σ’ όλα τα χείλη
απάνου στ’ αναγνωμαστάρι της καλής γριούλας
που στ’ ανοιχτό κατώφλι του καλοκαιριού σκυμμένη
φορώντας δυο μικρούς ήλιους για ματογυάλια της
θα συλλαβίζει κλαίγοντας, λεβέντη μας,
τον τίτλο τούτο γράμμα-γράμμα πούγραψες με το σπαθί σου
απάνου-απάνου στο τραγούδι της χαράς όλου του κόσμου:

Λευτεριά για Θάνατος.

Και τότες Άρη όπως και τώρα ο ίσκιος σου
θα πέφτει το βραδάκι στο τραπέζι του δείπνου μας
και θα σπιθίζει κόκκινες φωτιές μες στα ποτήρια του κρασιού μας.

Τη νύχτα πάνου στην ταράτσα εκεί της Ρούμελης
θα σου κρατάμε πάντοτες το κέδρινο σκαμνί σου
θα σου κρατάμε απείραχτη τη θέση σου στην Άνοιξη
το ξύλινο κουτάλι σου και το παγούρι
θα σου φυλάμε και το πρώτο αχλάδι του καλοκαιριού
τον πρώτο γρύλλο στη γωνιά της θύμησης
και το πιο φρέσκο απ’ τα τσαμπιά των άστρων.

Και στο καρφί της μέσα πόρτας κρεμασμένη πάντοτες
θα καρτεράει η αντάρτισσα φλοκάτα σου
συλλογισμένη μες στο νύχτιο αγιάζι
και πάντοτες απάνου εδώ στης Λευτεριάς τα γόνατα
ο μαύρος σκούφος σου θα στέκει αητός της Γκιώνας.

Και πάντα ο όρκος του λαού μας για το φως
για το ψωμί για το κρασί για την αγάπη
και για το δίκιο θάναι (μα τη Λευτεριά στο λέω)

– ναι, μα τον Άρη, σου το λέω, της λευτεριάς πρωτοχελίδονο –
όρκος του λαού μας θάναι -μα τον Άρη- : Ο ΑΡΗΣ.


ΑΘΗΝΑ,
 Ιούλιος 1945 Γιάννης Ρίτσος –  ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ (Εκδόσεις Κέδρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου